ΚΕΡΑΜΙΚΗ: ΜΙΑ ΤΕΧΝΗ ΠΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ

Της Ειρήνης Γρατσία (Αρχαιολόγου, Επιμελήτριας του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής – Επιμέλεια αφιερώματος: Δημήτρης Δαμασκός)

Η νεότερη παραδοσιακή κεραμική αποτελεί το τέλος της μακραίωνης ιστορίας της ελληνικής κεραμικής. Με καταβολές στη Βυζαντινή περίοδο και ακόμη παλαιότερα και με νέες κατευθύνσεις που ανταποκρίνονταν στις συνήθειες και τις ανάγκες μιας εποχής με ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, διαμόρφωσε τα δικά της μορφολογικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά,όπως απλά χρηστικά σχήματα, λιτή διακόσμηση και υψηλή αισθητική. Στην εξέλιξη της νεοελληνικής κεραμικής καθοριστικό
ρόλο έπαιξαν δύο παράγοντες, ο ερχομός των μικρασιατών αγγειοπλαστών στον ελλαδικό χώρο μετά το 1922 και οι μετακινήσεις και η ίδρυση μονίμων ή περιστασιακών εργαστηρίων από τους Σιφναίους αγγειοπλάστες στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος. O πρώτος παράγοντας έφερε νέες τεχνικές και νέα μορφή στα αγγεία, ενώ ο δεύτερος οδήγησε σε μια μορφολογική ομοιομορφία στα κυριότερα παραγόμενα κεραμικά είδη. H κεραμική εξυπηρετώντας τις καθημερινές ανάγκες των Ελλήνων, αποτελεί ένα πολλαπλό -ίσως- το αντιπροσωπευτικότερο μέσο προσέγγισης του λαϊκού βίου και ένα σπουδαίο εργαλείο διαχρονικής μελέτης της κεραμικής τεχνολογίας. H συστηματική μελέτη της νεοελληνικής κεραμικής “ξεκίνησε καθυστερημένα στη δεκαετία του 1970 με αποτέλεσμα πολύτιμο πληροφοριακό υλικό και υλικά κατάλοιπα να χαθούν για πάντα. Ωστόσο η μέχρι τώρα έρευνα, οι μελέτες και τα σωστικά έργα επιτρέπουν σε μεγάλο βαθμό τη σκιαγράφηση της λαϊκής αυτής τέχνης, κυρίως από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού αιώνα.

Κέντρα παραγωγής

[lollum_dropcap]Σ[/lollum_dropcap]την Ελλάδα ιδρύθηκε ένας μεγάλος αριθμός εργαστηρίων λόγω της ύπαρξης πρώτων υλών (αργιλοχώματα, καύσιμη ύλη) και της ανάγκης εξυπηρέτησης των ποικίλων αναγκών. Οι περιοχές με κεραμική δραστηριότητα μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν τα σημαντικά κέντρα παραγωγής με μεγάλο αριθμό εργαστηρίων και υψηλή παραγωγικότητα που κάλυπτε τις ανάγκες σε τοπικό κυρίως επίπεδο αλλά και σε άλλες περιοχές ακόμη και εκτός του ελλαδικού χώρου (M. Aσία, Κύπρο, Αίγυπτο, Ιταλία). Τέτοια κέντρα ήταν η Σίφνος, ο Θραψανός στην Κρήτη, η περιοχή Mανταμάδου στη Λέσβο, οι Mαυρατζαίοι και το Καρλόβασι στη Σάμο, η περιοχή του Μεσσηνιακού Κόλπου, η Φλώρινα, ο Βόλος, το Μαρούσι στην Αττική, το Βαθύ και ο Mεσαγρός στην Αίγινα κ.ά. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν πόλεις ή οικισμοί που αποτελούσαν κέντρα μικρότερης παραγωγής. O αριθμός των εργαστηρίων τους ήταν σχετικά μικρός και η παραγωγή τους, αξιόλογη σε μέγεθος, κάλυπτε τις ανάγκες σε τοπικό κυρίως επίπεδο. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν η Κομοτηνή, τα Πλατάνια της Θάσου, η Σκόπελος κ.ά. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν οι οικισμοί με λίγα, ακόμη και ένα, εργαστήρια, τα οποία κάλυπταν τη ζήτηση σε τοπικό επίπεδο, όπως το εργαστήριο στην Tσαριτσάνη της Θεσσαλίας, στην Aπείρανθο της Nάξου, στην Kαρωτή της Κρήτης κ.ά.

Μορφή και λειτουργία

Η νεοελληνική κεραμική παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στην εξερεύνηση των τεχνικών κατασκευής. H ευρέως διαδεδομένη τροχήλατη τεχνική, η τεχνική με τη χρήση ενός χειροκίνητου τροχού, η τεχνική της συναρμογής λωρίδων πηλού και η τεχνική των καλουπιών χρησιμοποιήθηκαν από τους παραδοσιακούς τεχνίτες, τους άριστους αυτούς γνώστες των παραπάνω τεχνικών, που έμειναν πιστοί στις προδιαγραφές της κληροδοτημένης γνώσης. Με τις παραπάνω τεχνικές κατασκευάστηκαν διάφοροι τύποι αγγείων και αντικειμένων που εξυπηρέτησαν πλήθος καθημερινών αναγκών. H μορφή και η λειτουργία τους φανερώνει τον αγροτικό χαρακτήρα της Ελλάδας έως και τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι τεχνίτες έφτιαχναν αγγεία για την αποθήκευση της σοδειάς, όπως πιθάρια, κιούπια, για τη μεταφορά κυρίως των υγρών προϊόντων, στάμνες, φλασκιά, για τις επιτραπέζιες χρήσεις, επίσης πιάτα, πιατέλες, λεκάνες, ποτήρια. Για το μαγείρεμα έφτιαχναν τσουκάλια -φημισμένα τα σιφναίικα-, τηγάνια, μπρίκια. Πήλινα σκεύη κατασκευάζονταν για την παραγωγή του κρασιού και του μελιού και για τις βαφές των υφασμάτων. Τα κεραμίδια, τα τούβλα, οι καμινάδες, οι σωλήνες φτιάχνονταν συνήθως σε εργαστήρια ειδικευμένα μόνο σε αυτά τα αντικείμενα. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν τα αγγεία που κατασκευάζονταν για να χρησιμοποιηθούν σε διάφορα έθιμα. Οι «λαηνίδες του γάμου», ήταν ειδικές στάμνες με πολλές λαβές που συμβόλιζαν τους γονείς του ζευγαριού, τους νεόνυμφους και τις ευχές για την απόκτηση πολλών απογόνων. Τις στάμνες αυτές τις τοποθετούσαν κάτω από το τραπέζι με το ευαγγέλιο και το δίσκο. Οι στάμνες που προσφέρονταν στη Σκύρο από τους γονείς στο νέο ζευγάρι ήταν κατάκοσμες με στολίδια, όπως άνθη και πουλιά. Τα πήλινα αγγεία διακρίνονται για την ποικιλία των σχημάτων τους. Οι χρήσεις που αναφέρθηκαν καθόρισαν και τη μορφή τους. Στα αγγεία της νεότερης χρηστικής κεραμικής παρατηρείται μια τάση για απλές μορφές, οι οποίες όμως παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία σε ορισμένα σημεία του σώματος των αγγείων, όπως το χείλος και τις λαβές. Οι τεχνίτες διαμόρφωναν τα τμήματα αυτά με τον δικό τους τρόπο, δίνοντας έτσι κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη δική τους παραγωγή. Δεν είναι τυχαίο που οι τεχνίτες αναγνωρίζουν «χέρια αγγειοπλαστών» στις λαβές ενός αγγείου.

Διακόσμηση

Η διακόσμηση των πήλινων αγγείων ήταν μια ξεχωριστή διαδικασία στην οποία συμμετείχαν ή είχαν τον αποκλειστικό ρόλο οι γυναίκες της οικογένειας των αγγειοπλαστών. H λεπτότητα και η ευαισθησία στην εκτέλεση των κοσμημάτων χαρακτηρίζει τα αγγεία όλων των εργαστηρίων. Τα βασικά χαρακτηριστικά στη διακόσμηση είναι η απλότητα, η σχηματοποίηση, η συμμετρία στη διάταξη και στο σχεδιασμό των θεμάτων, η υπογράμμιση των μερών του σώματος του αγγείου και η μονοχρωμία -με εξαίρεση την κεραμική του νησιωτικού χώρου. Ταινίες, σπείρες, πινελιές, άνθη, φύλλα, ψάρια, πουλιά, καράβια είναι τα κυριότερα στολίδια, όλα παρμένα από το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Από τις λιγοστές περιπτώσεις απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής αποτελούν τα κεραμικά της Ρόδου. Μέσα στην κατάκοσμη από φύλλα και άνθη επιφάνεια των αγγείων ζωγράφιζαν σχηματοποιημένες ανδρικές μορφές, τους «παντελονάδες». Αφορμή για την απεικόνισή τους υπήρξε η εντύπωση που προκάλεσαν οι άνδρες που πρωτοφόρεσαν παντελόνια. Το μέγεθος της τεχνογνωσίας των Ελλήνων αγγειοπλαστών αποκαλύπτεται στη δύσκολη διαδικασία της όπτησης, το στάδιο εκείνο που ολοκληρώνει το αγγείο και αφήνει να αποκαλυφθεί η ομορφιά του έργου και η δεξιοτεχνία του δημιουργού του. Τρεις είναι οι τύποι των καμινιών και πολυάριθμες οι παραλλαγές τους που χρησιμοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο. Τα κυκλικά και ορθογώνια καμίνια χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα, ενώ τα τετράγωνα καμίνια κτίστηκαν σε λιγότερες περιοχές. H προέλευση όλων χάνεται μέσα στο χρόνο, η μορφή όμως και η λειτουργία τους εκμηδενίζουν αυτή τη χρονική απόσταση.

Εμπόριο

Ένα μεγάλο κομμάτι της μελέτης της κεραμικής τέχνης καταλαμβάνει το εμπόριο. Οι αγγειοπλάστες πουλούσαν τα προϊόντα τους στο χώρο του εργαστηρίου ή τα φόρτωναν σε υποζύγια και τα μετέφεραν σε χωριά και πόλεις, δουλειά που έκαναν συχνά οι μεταπράτες. Άλλες φορές πάλι έμποροι αγόραζαν τα κεραμικά και τα μετέφεραν με καΐκια σε διάφορες περιοχές. Άλλα σημεία για την πώληση των κεραμικών ήταν τα λιμάνια και τα παζάρια. H διασπορά των πήλινων αγγείων μέσα στον ελλαδικό χώρο αλλά και έξω από αυτόν ήταν μεγάλη. Από τη ζήτηση των κεραμικών μπορούν να αποδοθούν οι περίοδοι ακμής, ύφεσης και παρακμής της αγγειοπλαστικής παραγωγής. Οι τεχνίτες της αγγειοπλαστικής τέχνης -τέχνη με χαρακτήρα βιοτεχνικό και καλλιτεχνικό- σε μεμονωμένες περιπτώσεις οργάνωσαν συνεταιρισμούς ή συμμετείχαν σε σωματεία. H δραστηριότητα αυτή εντοπίζεται, από τις μέχρι τώρα μελέτες, κυρίως στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Οι αγγειοπλάστες εξασκούσαν μια ιδιαίτερα επίπονη τέχνη. H πολύωρη καθημερινή εργασία τους ήταν ένας αγώνας για την επιβίωση, ένας αγώνας που συχνά δεν επέφερε τα απαιτούμενα. Εκατοντάδες τεχνίτες υπηρέτησαν την αγγειοπλαστική. Οι περισσότεροι έμειναν ανώνυμοι, αφήνοντας μοναδικά σημάδια της παρουσίας τους, τα έργα τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά σε κάποιους αγγειοπλάστες, όπως ο Mηνάς Aβραμίδης, ο Δημήτρης Mυγδαληνός, ο Mακάριος Bαρδαξής, ο Nικόλαος Γιασιράνης, ο Nίκος Θεοδώρου, οι Kουρτζήδες, οι Xατζηγιάννηδες, οι Pόδιοι, οι οποίοι ακολούθησαν τους δικούς τους δρόμους, πειραματίστηκαν σε άλλες τεχνικές, δημιούργησαν έργα τέχνης και πέρασαν στη σφαίρα της καλλιτεχνικής κεραμικής. H νεοελληνική παραδοσιακή κεραμική γνώρισε ακμή μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα. O μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας, η χρήση σκευών από νέα υλικά –πλαστικό, αλουμίνιο–, η τεχνολογική εξέλιξη οδήγησαν στο μαρασμό αυτής της τέχνης των οκτώ χιλιάδων χρόνων. Ωστόσο πολλοί είναι οι τεχνίτες που εξακολουθούν να δουλεύουν κυρίως με τις σύγχρονες μεθόδους -ηλεκτροκίνητο τροχό και καμίνι- και να δημιουργούν παραδοσιακές μορφές αγγείων για καθαρά διακοσμητική χρήση. Τέτοια εργαστήρια συναντά κανείς σήμερα στον Θραψανο και τις Mαργαρίτες της Κρήτης, στον Mεσαγρο της Aίγινας, στο Mαρούσι, στη Σίφνο, στο Δαμαλά και στο Xαλκί Nάξου, στην Aμοργό, στον Mανταμάδο τον Aγιο Στέφανο και την Aγιάσο Λέσβου, στο Λιμένα Θάσου, στον Βόλο κ.ά. Πολλά είναι και τα εργαστήρια που κατασκευάζουν, μόνο με σύγχρονες μεθόδους, νέους τύπους αγγείων τα οποία διακρίνονται για την καλαισθησία τους. Δυστυχώς όμως πολλά είναι και εκείνα τα εργαστήρια που κατασκευάζουν κεραμικά αποκομμένα από την αισθητική της κεραμικής μας παράδοσης.

Μελέτη, προστασία

Η νεοελληνική παραδοσιακή κεραμική πέρασε πια στη σφαίρα της μελέτης και της ανάδειξης της. Στις μέρες μας πολλοί είναι οι ερευνητές που ασχολούνται συστηματικά και ουσιαστικά μαζί της. Ωστόσο πέρα από την αναγκαιότητα για άμεση συστηματική έρευνα προκύπτει το πρόβλημα διατήρησης των υλικών καταλοίπων της. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει αυξηθεί η εξαγωγή ειδών λαϊκής τέχνης. Τα πήλινα αγγεία, ιδιαίτερα τα πιθάρια της Κρήτης, έρχονται σε μεγάλες ποσότητες στην Αττική και μέσα σε μεγάλα φορτηγά ταξιδεύουν για Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία κ.ά. H υπουργική απόφαση του 1995 (YΠΠOΔIΛAΠ/Γ/36631) προστατεύει μόνο τα κρητικά πιθάρια της περιόδου 1830 – 1950 απαγορεύοντας την εξαγωγή τους «ως έργων αξιόλογης λαϊκής τέχνης και προηγμένης βιοτεχνίας χρηζόντων ειδικής κρατικής προστασίας». H υπουργική αυτή απόφαση πρέπει να επεκταθεί και να συμπεριλάβει όλα τα πήλινα σκεύη, γιατί σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν θα υπάρξει δείγμα που να θυμίζει το μέγεθος της αγγειοπλαστικής παραγωγής της χώρας μας. H Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού του YΠΠO σε συνεργασία με το Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής, βρίσκονται στο στάδιο σύνταξης της μελέτης προστασίας των κεραμικών. Μεγάλο κίνδυνο διατρέχουν και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Εργαστήρια, καμίνια, κατασκευές έχουν εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου και της αδιαφορίας. Δύο περιοχές, ο Aγιος Στέφανος Λέσβου και οι Μαργαρίτες Κρήτης, με σημαντική αγγειοπλαστική παραγωγή και με σπουδαία διατήρηση των εργαστηρίων τους είχαν την τύχη να χαρακτηρισθούν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και να γλιτώσουν από την κατεδάφιση ή την αλλοίωση της μορφής τους. Οι χώροι αυτοί αποτελούν σήμερα τα μοναδικά δείγματα αγγειοπλαστικών βιοτεχνικών μονάδων που λειτούργησαν στον ελλαδικό χώρο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1960. Μεμονωμένα εργαστήρια σε διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου πρέπει να κηρυχθούν για να σωθούν και να αποτελέσουν μνημεία της τέχνης του πηλού. Νεοελληνική παραδοσιακή κεραμική, ένα μεγάλο κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού, αγνοημένο για πολλά χρόνια και αφημένο ακόμη και σήμερα στην αδιαφορία. Κι όμως η προσέγγιση των έργων της τέχνης αυτής επιφέρει τη γνώση της καθημερινής ζωής των προγόνων μας και περισσότερο από όλα τη ζεστασιά τόσο των χεριών αυτών που τα έφτιαξαν, όσο και των χεριών που τα χρησιμοποίησαν.

Μουσεία με συλλογές κεραμικών

Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου»:

(Πυθαγόρειο Σάμου, 0273–62286). Στο λαογραφικό μουσείο του Ιδρύματος εκτίθεται μια ενδιαφέρουσα συλλογή κεραμικών, αντιπροσωπευτική του αγγειοπλαστικού κέντρου των Mαυρατζαίων της Σάμου.

Εκθετήριο Πολυκέντρου Mανταμάδου Λέσβου:
(Mανταμάδες Λέσβου, 0253–61580). Το εκθετήριο περιλαμβάνει μια μόνιμη έκθεση για την κεραμική της περιοχής Mανταμάδου, σπουδαίου αγγειοπλαστικού κέντρου. Ένας σημαντικός αριθμός κεραμικών φιλοξενείται στον χώρο.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΟΧΟ ΣΤΟΝ ΚΛΙΒΑΝΟ
H κεραμική τεχνολογία κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες

Της Aρχαιολόγου – ερευνήτριας στο Κέντροο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής

Η διαχρονική μελέτη της τεχνολογίας αποδεικνύει ότι μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960 δεν είχε αλλάξει σ σχεδόν τίποτα στην κεραμική τέχνη, τόσο στη χρήση των πρώτων υλών όσο και στη διαδικασία κατασκευής των κεραμικών αντικειμένων. Έτσι, η αγγειοπλαστική δραστηριότητα των τριών τελευταίων αιώνων στην Ελλάδα αποτελεί το τέλος μιας μακραίωνης παράδοσης, η μελέτη της οποίας βοηθά μεταξύ άλλων και στην επίλυση προβλημάτων σε θέματα κεραμικής τεχνολογίας παλαιότερων ιστορικών περιόδων. Τα είδη των εργαστηρίων που κατασκεύαζαν κεραμικά αντικείμενα και λειτούργησαν ήδη από την αρχαιότητα στον ελλαδικό χώρο είναι τα στεγασμένα και τα υπαίθρια. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα εργαστήρια κατασκευής αντικειμένων στον ποδοκίνητο τροχό και τα εργαστήρια κατασκευής μεγάλων αγγείων χωρίς τη χρήση τροχού που στα νεότερα χρόνια λειτούργησαν στην περιοχή του Μεσσηνιακού κόλπου. Στην κατηγορία των υπαίθριων εντάσσονται τα κρητικά εργαστήρια κατασκευής μεγάλων αγγείων στο τροχί, ένα είδος χειροκίνητου τροχού. Τα εργαστήρια τροχήλατων αντικειμένων, που ήταν και τα περισσότερα, ήταν συνήθως ορθογώνια, ισόγεια οικοδομήματα κατασκευασμένα από λίθους ή πλίνθους. Το εσωτερικό τους είχε απλή και λειτουργική διάταξη. Στο ανατολικό μέρος του εργαστηρίου τοποθετούνταν ο ξύλινος ποδοκίνητος τροχός, σε μερικά μάλιστα υπήρχαν παραπάνω από ένας τροχοί εγκατεστημένοι δίπλα στο αντίστοιχο παράθυρο, ανάλογα με το προσωπικό και τον όγκο εργασίας. Δίπλα στον τροχό υπήρχε ξύλινος ορθογώνιος πάγκος για το ζύμωμα του πηλού και απέναντι από αυτόν, στον τοίχο, τοποθετημένα ξύλινα ράφια για το στέγνωμα των πλασμένων αγγείων. Όλοι οι εργαστηριακοί χώροι συμπληρώνονταν εσωτερικά από ειδικές κατασκευές για την προετοιμασία του πηλού και τους κεραμικούς κλιβάνους για το ψήσιμο των κεραμικών. Οι κεραμικοί κλίβανοι, τα καμίνια χτίζονταν από τα ίδια υλικά, μόνο που εσωτερικά επενδύονταν και με πυρότουβλα. Αποτελούνταν από δύο θαλάμους: έναν υπόγειο και έναν υπέργειο. O υπόγειος χώρος διέθετε ημικυκλική ή τριγωνική είσοδο, όπου τοποθετούνταν η καύσιμη ύλη. O επάνω όροφο του καμινιού ήταν συνήθως κυλινδρικός (Λέσβος, Κρήτη κ.ά.) ή ορθογώνιος (Σίφνος, Θάσος, Xίος κ.ά.), αλλά και κωνικός (Κόμποι Μεσσηνίας) με μία είσοδο. Στο θάλαμο αυτό τοποθετούνταν τα κεραμικά. Το δάπεδο του ήταν διάτρητο για την κυκλοφορία των ρευμάτων θερμού αέρα. Άργιλος, νερό και φωτιά είναι τα τρία στοιχειά που χαρακτηρίζουν την κεραμική τέχνη και την κατέστησαν από αρχαιοτάτων χρόνων χρήσιμη σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων. H άργιλος, ένα ειδικό χώμα, το οποίο είναι διαδεδομένο στη φύση, εύκολα αναγνωρίσιμο. Οι αγγειοπλάστες προμηθεύονταν το αργιλόχωμα είτε από παρειές λόφων είτε από κτήματα που συχνά νοίκιαζαν ειδικά για το λόγο αυτό. H επιλογή του κατάλληλου χώματος γινόταν από τους ίδιους τους αγγειοπλάστες ή τους βοηθούς τους με τρόπο εμπειρικό: βάζοντας σάλιο και χώμα στη χούφτα τους δοκίμαζαν την πλαστικότητά του. Έως το 1950 περίπου, όταν η απόσταση από τον τόπο εξόρυξης στο χώρο του εργαστηρίου ήταν μεγάλη, η μεταφορά του αργιλοχώματος γινόταν μέσα σε «χωματοκόφινα» ή τσουκάλια, τα οποία φορτώνονταν σε υποζύγια. Ύστερα, το αργιλόχωμα απλωνόταν στον υπαίθριο χώρο του εργαστηρίου για να στεγνώσει και για να σπάσουν οι βόλοι του ακολουθούνταν η κοινή σε όλη την Ελλάδα πρακτική του «καμπανίσματος» με ξύλινο χοντρό εργαλείο, τον κόπανο. Όταν ο αγγειοπλάστης έκρινε πως το αργιλόχωμα ήταν κατάλληλο για τα είδη των αντικειμένων που τα προόριζε, προχωρούσε στην ανάμιξη του χώματος με το νερό. Αυτή γινόταν σε δύο μεγάλες δεξαμενές, που ήταν είτε απλώς σκαμμένες στο χώμα είτε επενδυμένες με πέτρα και στα περισσότερα μέρη ονομάζονταν «καρούτες». Καθοριστικό στάδιο για την καλή ομογενοποίηση του μίγματος του πηλού είναι το ζύμωμα. H διαδικασία του ζυμώματος αποτελούσε ένα είδος ιεροτελεστίας και σε πολλές περιοχές σταύρωναν τον έτοιμο πηλό, όπως έκαναν με το ζυμάρι του ψωμιού. Επειδή κάθε φορά προετοιμάζονταν πηλός για αρκετά μεγάλο αριθμό αντικειμένων, η πρακτική, που ήταν διαδεδομένη σε όλα τα εργαστήρια του ελλαδικού χώρου, ήταν αυτή του ζυμώματος του πηλού, συνήθως σε στεγασμένο χώρο του εργαστηρίου, με τα πόδια κυκλικά και αλλεπάλληλες φορές. Ύστερα από αυτή τη διαδικασία, ο πηλός ήταν έτοιμος για τα προς κατασκευή αντικείμενα, που ανάλογα με το είδος τους και την αγγειοπλαστική παράδοση του κάθε τόπου ακολουθούνταν διάφορες τεχνικές κατασκευής. H επιλογή της τεχνικής ήταν άμεσα εξαρτημένη και από το μέγεθος, το σχήμα και το βάρος ενός αγγείου. Στις πιο παλιές τεχνικές εντάσσεται η κατασκευή με αλλεπάλληλες λωρίδες πηλού, η οποία στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα εργαστήρια του Μεσσηνιακού Κόλπου για την κατασκευή αγγείων μεγάλης χωρητικότητας. Στη Θεσσαλία και στη Θράκη με την ίδια τεχνική πλάθονταν τα μαγειρικά σκεύη. Τα περισσότερα κεραμικά αντικείμενα ωστόσο κατασκευάζονταν με τη χρήση τροχού, τεχνική που γνώριζαν όλοι οι αγγειοπλάστες του ελλαδικού χώρου.

Ο τροχός

Η τεχνική με τον ποδοκίνητο τροχό χαρακτηριζόταν από βασικές κινήσεις που ακολουθούσαν όλοι οι τεχνίτες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κατασκευής ο αγγειοπλάστης ύγραινε συνεχώς τα χέρια του σε μια πήλινη λεκάνη γεμάτη νερό, που βρισκόταν πάντοτε δίπλα στον τροχό. Οι λαβές τοποθετούνταν μόνο όταν το αγγείο είχε στεγνώσει μερικώς. Αγγεία μεγάλων διαστάσεων και πολλά σκεύη ειδικών χρήσεων (φουφούδες, κολυμπήθρες, καπνοδόχοι, αλατιέρες, πατητήρια κλπ.) πλάθονταν τμηματικά, σε ξεχωριστά κομμάτια που ενοποιούσαν στη συνέχεια. Σε τέσσερα στάδια, στον τροχό επίσης, κατασκευάζονταν στα εργαστήρια της Κρήτης οι στάμνες με στρογγυλεμένη βάση, τύπος που επιβίωσε στο νησί από τη Βυζαντινή εποχή. H τεχνική, με τη χρήση χειροκίνητου τροχού, εντοπίστηκε μόνο στα υπαίθρια κεραμικά εργαστήρια της Κρήτης. Κύρια χαρακτηριστικά της, η κατασκευή με λωρίδες πηλού, οι οποίες τοποθετούνται η μία μετά την άλλη, αφού περάσει κάποιος χρόνος για να στεγνώσει μερικώς η προηγούμενη, και έτσι ολοκληρώνεται το αγγείο. Για την τεχνική αυτή απαιτούνταν δύο άνθρωποι: ο τροχάρης που γύριζε τον χειροκίνητο τροχό και ο μάστορας που έπλαθε το αγγείο. Κατά τη διάρκεια της εργασίας έπρεπε να υπάρχει απόλυτος συντονισμός γι’ αυτό και ο μάστορας έδινε συνεχώς οδηγίες στον τροχάρη. Το επόμενο στάδιο μετά την κατασκευή ενός πήλινου αντικειμένου, είναι το στέγνωμα. O κίνδυνος ραγίσματος στη βάση αυτή αντιμετωπιζόταν με το σταδιακό στέγνωμα μέσα στο εργαστήριο και ύστερα σε υπαίθριο χώρο του.

Διακόσμηση

Η χρησιμότητα των αγγείων και η παράδοση κάθε περιοχής υπαγόρευσε και τις διακοσμητικές διαθέσεις των τεχνιτών, οι οποίοι εφάρμοσαν λιτή διακόσμηση με αρκετή όμως φαντασία και ποικιλομορφία επιβάλλοντας μια αισθητική αξιοζήλευτη, κυρίως στη σύγχρονη εποχή. Τα δασικά είδη διακόσμησης ήταν: η γραπτή, που γινόταν με πινέλα και πλουμιστήρια, η εγχάρακτη, που δημιουργούνταν με χτένια και αιχμηρά αντικείμενα, η εμπίεστη, που προέκυπτε από τη χρήση κυλίνδρων και η ανάγλυφη που προερχόταν από καλούπια. Ένας άλλος τρόπος διακόσμησης ήταν η επάλειψη κάποιων αγγείων με μπαντανά, κόκκινο ή λευκό αιώρημα πηλού. Το θεματολόγιο των κοσμημάτων ποίκιλλε από τόπο σε τόπο. Κυριαρχούσαν τα φυτικά (άνθη, φύλλα, κλαδιά) και τα γεωμετρικά κοσμήματα (ευθείες ή τεθλασμένες γραμμές, σπείρες, ελεύθερες πινελιές κ.ά.), ενώ οι παραστάσεις ζώων κυρίως ψάρια και πουλιά ήταν λιγοστές και οι ανθρώπινες μορφές σπάνιες. H διακόσμηση, το πλούμισμα, όπως ονομαζόταν, ήταν εργασία που εκτελούσαν συνήθως οι γυναίκες των αγγειοπλαστών. Πριν από την επινόηση και τη χρήση της εφυάλωσης, η στεγανοποίηση της πορώδους κεραμικής επιφάνειας επιτυγχανόταν με απλούς τρόπους, όπως με την τριβή της επιφάνειας του πλασμένου αγγείου με βότσαλο. H πρακτική αυτή που εφαρμόστηκε από τη Νεολιθική εποχή, επιβίωσε έως τη δεκαετία του 1960 στην Kρήτη, στα αγγειοπλαστικά εργαστήρια στον Aποκόρωνα και στον Kαμπανό. Σε όσα εργαστήρια του ελλαδικού χώρου χρησιμοποιούνταν υαλώματα, κυρίως για τα αποθηκευτικά αγγεία, προέρχονταν από τη χρήση οξειδίων του μολύβδου και πυριτικών υλικών. H εφυάλωση αυτού του τύπου χρησιμοποιούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου. Πριν κυκλοφορήσουν τα έτοιμα υαλώματα οι αγγειοπλάστες προμηθεύονταν το μόλυβδο από σωληνώσεις, συνδέσμους, ακόμη και από βαρίδια διχτυών. Στις περισσότερες περιοχές χρησιμοποιούνταν ειδικά αγγεία για την τήξη του μολύβδου ή ειδικά μεταλλικά σκεύη και η διαδικασία της προετοιμασίας των υλικών της εφυάλωσης διεξαγόταν σε ανοιχτή φωτιά. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις υπήρχε ειδικός κλίβανος για την τήξη του μολύβδου. Παράλληλα με την τήξη του μολύβδου, τοποθετούσαν σε ένα ανοιχτό σκεύος για να ψηθεί τσακμακόπετρα (ή άτσαχα) ή βότσαλα, που ήταν υλικά με υψηλή περιεκτικότητα σε πυρίτιο. Mετά τα δύο υλικά, αλέθονταν μαζί, πολύ προσεκτικά, και ανακατεύονταν, σε ένα σκεύος, με νερό και δημιουργούνταν ένα παχύρρευστο υλικό με το οποίο αλείφονταν τα αντικείμενα. Τη δεκαετία του 1950 η εφυάλωση επεκτάθηκε σε περισσότερους τύπους αγγείων, ενώ άρχισε η χρήση και άλλων ειδών υαλωμάτων.

Όπτηση

Η τελευταία και καθοριστική διαδικασία για τη μετατροπή ενός πήλινου αντικειμένου σε κεραμικό είναι η όπτηση. Τα στεγνά πήλινα αντικείμενα τοποθετούνταν με μεγάλη προσοχή στον κεραμικό κλίβανο σε σειρές, με το στόμιο ακουμπισμένο στην εσχάρα του. H καύσιμη ύλη ήταν λεπτά κλαδιά, θάμνοι, πουρνάρια κλπ. και σπάνια χοντρά ξύλα (Θάσος, Κομοτηνή). H διαδικασία της όπτησης άρχιζε συνήθως μετά τη δύση του ηλίου και σε ημέρες που επικρατούσε άπνοια. O υπολογισμός της θερμοκρασίας, που έφτανε γύρω στους 1.000°C με 1.050°C, γινόταν εμπειρικά και κυρίως από την παρατήρηση της φλόγας και του καπνού. Μετά την ολοκλήρωση της όπτησης, το καμίνι έπρεπε να παραμείνει κλειστό τουλάχιστον για 6-8 ώρες ώστε να κρυώσει σταδιακά. Ύστερα τα κεραμικά ήταν έτοιμα να εξυπηρετήσουν όλες σχεδόν τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων, ταξιδεύοντας πολλές φορές σε μέρη πολύ μακρύτερα από τον τόπο που δημιουργήθηκαν. H κεραμική τέχνη, «τέχνη των χεριών», εργασία επίπονη αλλά δημιουργική ανήκει πια σε έναν πολιτισμό που χάνεται με γοργούς ρυθμούς δίνοντας τη θέση του στον πολιτισμό των «τέλειων μηχανών», ο οποίος χαρακτηρίζεται από εργασίες εξίσου επίπονες αλλά λιγότερο δημιουργικές.

ΣΤΗΣ ΣΙΦΝΟΥ ΤΑ ΤΣΙΚΑΛΑΡΙΑ
Κρυμμένα στους ορμούς του νησιού μαρτυρούν την περίoδo άνθησης της αγγειοπλαστικής.

Tης Eλένης Σπαθάρη – Mπεγλίτη (Δρος Λαογραφίας)

Αντικρίζοντας από το πλοίο της γραμμής το κυκλαδίτικο νησί, καθώς πλησιάζει στις Καμάρες, στο επίνειο, έχεις τα αγγειοπλαστικά κέντρα, εκτός από τον Πλατύ Γιαλό και το Φάρο, μπροστά στα μάτια του. Στην πραγματικότητα, δεν τα βλέπεις, γιατί είναι καλά κρυμμένα μέσα στους ορμούς, αλλά όποιος ξέρει  τα  κρυμμένα  μυστικά  της Σίφνου, σίγουρα τα καταμετρά ένα ένα με τα μάτια της φαντασίας του. Λες και η δυτική πλευρά του νησιού διαμορφώθηκε με μόνο σκοπό να φιλοξενήσει και να προστατέψει μέσα στους βαθείς κόλπους του έντονου διαμελισμού της τα τσικαλαριά  –τα  ντόπια  δηλαδή  αγγειοπλαστεία–  από  τα  καταστρεπτικά για  τους αγγειοπλάστες  μελτέμια που φυσούν από βορειοανατολικά κατά το μεγαλύτερο xρονικo διάστημα του καλοκαιριού, που αποτελεί άλλωστε και τη μόνη περίοδο της έντονης και δημιουργικής πα- παραγωγικής δραστηριότητάς τους. Από βορειοδυτικά λοιπόν προς νοτιοανατολικά καταμετρούμε τη Χερσόνησο, το Aρτιμώνι, τα Bρουλίδια, τις Καμάρες και το Βαθύ, αλλά και από την άλλη πλευρά του νησιού,  νοτιοανατολικά,  κι  αυτά μέσα σε κόλπους, τον Πλατύ Γιαλό και το Φάρο. Δεν είναι μόνο ο διαμελισμός των ακτών που προσέφερε προστασία στα τσικαλαριά, αλλά και το γεγονός ότι στους ορμούς αυτούς απολήγουν οι χείμαρροι που σχηματίζονται με τις βροχές και  που  δημιουργούν  νεογενείς προσχώσεις με πλούσια κοίτασμα- τα αργίλου. Αλλά και το ίδιο το νερό, καθώς και τα σκίνα που φυτρώνουν στις  κοίτες,  αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την αγγειοπλαστική. Έτσι, το φυσικό περιβάλλον έδωσε μια δυνατότητα μετατροπής του σε πολιτισμικό περιβάλλον, όπως σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά εδώ O άνθρωπός την αξιοποίησε στο έπακρο. Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως τα πρώτα τσικαλαριά βρίσκονται στους ορεινούς οικισμούς του Aρτεμώνα Άγιος Λουκάς, Αγία Άννα και Αγία Αικατερίνη και του Άνω Πεταλιού, Λαγκάδα και Tραβαβουνιά. Όμως, από τον προηγούμενο αιώνα, με την πάταξη της πειρατείας και την ενδυνάμωση του αισθήματος της ασφάλειας, Οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς τα πεδινά, όπως συνέβη άλλωστε και με όλα τα κυκλαδονήσια. Λόγω των ευνοϊκών συνθηκών στους ορμούς φούντωσε η παραγωγή, με αποτέλεσμα το 1947 η Αγροτική Τράπεζα να καταμετρά 46 αγγειοπλαστεία με πάνω από 100 τροχούς. Αν υπολογίσουμε το σύνολο του εργατικού δυναμικού που απασχολούνταν άμεσα ή έμμεσα σε αυτή τη δραστηριότητα, 500 περίπου οικογένειες συντηρούνταν από την αγγειοπλαστική. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο τοπικός Τύπος έγραφε πως το να ζει από τη θάλασσα ο Yδραίoς, από το χωράφι του ο Θεσσαλός, από τα μεταλλεία του o Mηλιός και από το τσικαλαριό του ο Σιφνιός είναι κάτι το τόσο φυσικά και αμετάθετο, ώστε κάθε προσπάθεια μετατροπής της οικονομικής ισορροπίας θα ή- το αντίθετος προς τη φύση του και κατ’ ακολουθίαν καταδικασμένη σε αποτυχία. H αλήθεια είναι πως η Σίφνος ήταν ευνοημένη και για έναν επιπρόσθετο λόγο: η ποιότητα της αργίλου της ήταν μοναδική για την παραγωγή πυρίμαχων μαγειρικών σκευών, των τσικαλιών δηλαδή, που άντεχαν σε υψηλές θερμοκρασίες και από τα οποία εξάλλου πήραν αυτό το ιδιότυπο όνομα και τα αγγειοπλαστεία  της Πιάτα, στάμνες, λαήνια, φουφούδες, μαστέλα θα ‘ρθούμε τόσο στη Σίφνο, όσο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά σαν τα τσικάλια της –ίσως και σαν τους διακοσμημένους φλάρους της, δηλαδή τις πήλινες καμινάδες της– πουθενά αλλού. Οι όρμοι λοιπόν έγιναν και οι ναυτικοί δρόμοι για την εξαγωγή των προϊόντων της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όμως, σταδιακά, οι όρμοι έγιναν και οι ναυτικοί δρόμοι για τη μετανάστευση  των  αγγειοπλαστών. Η φτωχή αγροτική παραγωγή –από τη Σίφνο απoδoσίδι (δώρο) μια ελιά κι ένα κρεμμύδι, λέει το δίστιχο– παρακινούσε τους κατοίκους στην παράλληλη ή εναλλακτική ενασχόλησή τους με την αγγειοπλαστική, ως διέξοδο από τη φτώχεια. O ένας με τον άλλον όμως, συγγενείς, φίλοι, νέοι μαθητευόμενοι, δημιούργησαν μια εκρηκτική  κατάσταση στο νησί. Τα προϊόντα άρχισαν να συσσωρεύονται απούλητα απλωμένα στις αμμουδιές, Οι έμποροι να εκβιάζουν εκμεταλλευόμενοι τη μεγάλη προσφορά και οι υπεράριθμοι άνεργοι τεχνίτες του πηλού να γυρίζουν από εργαστήριο σε εργαστήριο αναζητώντας μια θέση εργασίας.

Mε oργανωμένες συντρoφιές

Όταν σε μια κοινότητα διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ πόρων και ανθρώπων, για να αρθεί η κρίση, πρέπει να δοθεί κάποια λύση που να υπερβαίνει τα όρια της κοινότητας. Γεννήθηκα σ’  έναν τόπο που δεν έχει σύνορα… / Μια γαλάζια χαρά ξεκινάει απ’ τα μάτια μας / και δεν τελειώνει πουθενά, γράφει από Σίφνο ο ποιητής της, ο Νίκος Σταφυλοπάτης. Είναι φυσικό λοιπόν μέσα στις δύσκολες στιγμές, οι Σιφνιοί αγγειοπλάστες να σήκωσαν τα μάτια, να είδαν το απέραντο γαλάζιο και να αναζήτησαν τη λύση εκτός νησιού. Aρxισαν να οργανώνονται σε συντροφιές, να τακιμιάζoυν και να αναζητούν περιοχές πρόσφορες για να στήσουν ένα εποχιακό εργαστήριο. Δύο ήταν Οι προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούνται: α) να υπάρχει χώμα κατάλληλο για την παρασκευή αργίλου ανθεκτικής στην κατασκευή αντικειμένων χρήσης και να υπάρχει πληθυσμός ικανός να απορροφήσει την παραγωγή τους. Σκόρπισαν λοιπόν σε παραλιακές περιοχές σε όλο το Αιγαίο, δεδομένου άτι το μέσο μεταφοράς τους ήταν το καΐκι: στην Πάρο, τη Νάξο, την Κύθνο (τα Θερμιά),  τη Μύκονο, τη Τζιά και την Άνδρο, που βρίσκονταν κοντά στη Σίφνο, αλλά και πιο μακριά στην Κρήτη, τη Λέσβο, τη Θάσο. Μόνο στη Σαντορίνη δεν πήγαιναν γιατί αγνοούσαν τις ιδιότητες της θηραϊκής γης από την οποία μπορεί να παρασκευαστεί η πορσελάνη, καθώς και στα Δωδεκάνησα λόγω της ιταλικής κατοχής, αν κι έχουμε τη μαρτυρία για την εγκατάσταση μέλους της Οικογένειας αγγειοπλαστών Λεμονή στην Kω και της λειτουργίας αγγειοπλαστείου στα Καρδάμυλα. H σύνθεση της συντροφιάς ήταν αποτέλεσμα συνεννοήσεων και προφορικής συμφωνίας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους αγγειοπλάστες. Συνήθως περιορίζονταν σε δύο, τον τεχνίτη του τροχού και τον πασπερέτη, εκείνον δηλαδή που έκανε τις βοηθητικές εργασίες, ώστε να μοιράζονται και τα κέρδη στα δύο. H έξοδος από το νησί διαρκούσε από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο όσο χρονικό διάστημα μπορούσαν να εργαστούν στο πρόχειρο υπαίθριο εργαστήριο τους. Αν οι δουλειές πήγαιναν καλά θα επέστρεφαν και την επόμενη χρονιά στον ίδιο τόπο. Δεν έλειπαν βέβαια και οι διαπληκτισμοί αν δύο συντροφιές τύχαινε να βρεθούν στην ίδια περιοχή ή τα μέλη μιας συντροφιάς διαφωνήσουν στη μοιρασιά των κερδών. Έτσι οι ρίμες (στιχάκια) με τα πειράγματα για τη πρόωρη διάλυση της συντροφιάς, ήταν αναπόφευκτες. Μον’ ο Καπέλος είν’ καλός και ας είναι μοναχός του / κι ας παίρνει κάθε τέταρτο μια βόλτα ο τροχός του, επαινεί τον τσικαλά που προτίμησε να εργαστεί μόνος του, ο πασίγνωστος στους Σιφνιούς για τις ρήμες του Αντώνης Κορακής. 

Τα παραπάνω κείμενα αποτελούν αντίγραφα από: "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ"

Αφήστε μια απάντηση