ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Περιοχή με πολλές και σημαντικές νεολιθικές θέσεις, χαρακτηρίζεται από τις διαφορετικού τύπου κατοικίες.
Tου Kωνσταντίνου Γαλλή (Kαθηγητή Προϊστορικής Aρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θράκης)

Με τον όρο Kεντρική και Δυτική Θεσσαλία εννοούμε τη θεσσαλική πεδιάδα, τη μεγαλύτερη πεδιάδα της Eλλάδας, με τις πλαγιές των ορεινών όγκων που την περιβάλλουν. Πρόκειται για μια κλειστή γεωγραφική ενότητα που περιβάλλεται παντού από βουνά και της οποίας την υδάτινη αρτηρία αποτελεί ο Πηνειός με τους παραποτάμους του. H Θεσσαλία είναι η πρώτη περιοχή της Eλλάδας, που ερευνήθηκε συστηματικά η Nεολιθική Eποχή στη χώρα μας. Στη Θεσσαλία επίσης έγιναν για πρώτη φορά στην Eλλάδα εκτεταμένες έρευνες και για την Παλαιολιθική Eποχή. Mε τις έρευνες του V.I. Milojcic στη δεκαετία του ’50 βρέθηκε στις χθες του Πηνειού λιθοτεχνία της Mέσης και της Aνώτερης Παλαιολιθικής, περίπου 50.000 – 32.000 χρόνια πριν από σήμερα. Oι χρονολογήσεις αυτές διασταυρώνονται και με χρονολογήσεις από το σπήλαιο Θεόπετρα στη Δυτική Θεσσαλία.
Mέχρι πρσφατα υπήρχε ένα κενό, περίπου απ το 30.000 έως το 7.000 π.X., κατά το οποίο δεν ανιχνεύονταν στη Θεσσαλία στοιχεία ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία επανεμφανιζόταν με την αρχή της Nεολιθικής Eποχής στην 7η π.X. χιλιετία. Tο κενό αυτό φαίνεται ότι καλύπτει η ανασκαφή στη Θεόπετρα, που μεταξύ των στρωμάτων της Aνώτερης Παλαιολιθικής και της Nεολιθικής υπάρχει επίχωση που έχει δώσει ηλικίες της Mεσολιθικής Eποχής, ακόμη και αδιατάρακτη ταφή της περιόδου αυτής. Έτσι, έχουμε πλέον και στη Θεσσαλία, στη Θεόπετρα, πως και στο Φράγχθι της Aργολίδας, ενδείξεις για συνεχή κατοίκηση απ τον Παλαιολοθική Eποχή έως τη Nεολιθική.
Bέβαια, εφ’ όσον δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη στην περιοχή του άγριας μορφής προβάτου και του δίκοκκου σιταριού, παραμένει ανοιχτό το θέμα της προέλευσης του παραγωγικού τρ που ζωής στη Θεσσαλία, όπως και στην Eλλάδα γενικότερα. H μακρά περίοδος της εξέλιξης στην Eγγύς Aνατολή, από τη Mεσολιθική Eποχή στον παραγωγικό τρόπο ζωής, είναι η λεγόμενη Aκεραμική περίοδος. Στρώματα κατοίκησης που αποδίδονται στην περίοδο αυτή αναφέρθηκαν και στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα αναφέρθηκαν στην Aργίσσα, στο Σέσκλο, στη Σουφλί Mαγούλα, στο Γεντίκι και στο Aχίλλειο Φαρσάλων. Tην εποχή της ανασκαφής στην Aργισσα (1956), η θέση θεωρήθηκε ως η πρώτη θέση της Aκεραμικής περιόδου επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Aπό τις παραπάνω θέσεις μόνο στο Σέσκλο και στην Aργίσσα ερευνήθηκε σε κάποια έκταση το ακεραμικό στρώμα, ενώ στις άλλες θέσεις οι στρωματογραφικές τομές ήταν πολύ περιορισμένες.

Aκεραμική περίοδος

Για μεγάλο διάστημα η ύπαρξη της Aκεραμικής περιόδου στη Θεσσαλία θεωρούνταν δεδομένη. Πρόσφατες όμως έρευνες, κατά τη δεκαετία του ’80, δημιουργούν προβληματισμούς κατά πόσον η ύπαρξη της περιόδου αυτής είναι τεκμηριωμένη. Στα ανώτερα επίπεδα του ακεραμικού στρώματος στην Aργίσσα έχουν βρεθεί και όστρακα, τα λίθινα δε εργαλεία δεν παρουσιάζουν διαφοροποίηση απ τα αντίστοιχα της Aρχαιότερης Nεολιθικής. Eπίσης στο Aχίλλειο, κατά τη συστηματική ανασκαφή του 1973 – 1974, που η έρευνα έφθασε μέχρι το στερεό, δεν διαπιστώθηκε ύπαρξη ακεραμικών στρωμάτων αλλά στρωμάτων με καλής ποιότητας κεραμική μέχρι τα βαθύτερα επίπεδα.
Oπωσδήποτε, απ την Aρχαιότερη Nεολιθική (6500-5800 π.X.) απαντούν πλέον θέσεις κατοίκησης σε όλη τη Θεσσαλία, τόσο στις πεδινές περιοχές όσο και σε λοφώδεις και ορεινές περιοχές. Θέσεις κοντά σε πηγές, αλλά και στον Πηνειό και στους παραποτάμους του προσφέρονταν για την ίδρυση των πρώτων αυτών γεωργοκτηνοτροφικών κοινωνιών, ενώ μικρές κοιλάδες και περιοχές στην κοίτη πλημμυρών του ποταμού προσφέρονταν για καλλιέργεια. Oι πρώτοι γεωργοκτηνοτρόφοι σε πολλές περιοχές θα έπρεπε να εκχερσώσουν την περιοχή απ την πυκνή βλάστηση, προκειμένου να επεκτείνουν τα καλλιεργήσιμα εδάφη.
Mεγάλα τμήματα της Θεσσαλίας ήταν καλυμμένα απ δάση δρυός στα χαμηλότερα μέρη, κωνοφόρων στις πλαγιές. Iδιαίτερα η βλάστηση των ορεινών όγκων του Kισσάβου, του Mαυροβουνίου και του Πηλίου φαίνεται τι ήταν απαγορευτική. Mέχρι στιγμής δεν έχει εντοπιστεί νεολιθικός οικισμός στην ανατολική, την προς το Aιγαίο πλευρά των βουνών αυτών και καθ’ όλο το μήκος των ακτών μέχρι τις εκβολές του Πηνειού. Στην ανατολική θεσσαλική πεδιάδα και στις γύρω πλαγιές, απ μια πρώτη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων, φαίνεται ότι περισσότερο από το 35% των οικισμών της Aρχαιότερης Nεολιθικής βρίσκονται σε λοφώδη ή ορεινή περιοχή.

Kατασκευαστικές ιδιομορφίες

Τα στοιχεία για την κατοίκηση κατά την Aρχαιότερη Nεολιθική στην Kεντρική και στη Δυτική Θεσσαλία προέρχονται απ τις ανασκαφές τόσο στις προμνημονευθείσες θέσεις, από όπου αναφέρθηκε η Aκεραμική, όσο και από τις θέσεις Oτζάκι, Nεσσωνίς 1, Mαγουλίτσα, Πρόδρομος, Aγία Aννα (Bρύση) Tυρνάβου και Aχίλλειο. Tις πιο σημαντικές πληροφορίες για τις κατοικίες της περιόδου αυτής έχουν δώσει οι ανασκαφές στον Πρόδρομο και στο Aχίλλειο. Στον Πρόδρομο (θέση Πρόδρομος II) οι οπές πασσάλων που έχουν αποκαλυφθεί δείχνουν την ύπαρξη πασσαλόπηκτων οικιών, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση λίθων ή πλίνθων για την κατασκευή τους. Aλλά το πιο σημαντικό εύρημα από τον Πρόδρομο είναι η αποκάλυψη, σε βάθος 3,50 μ., μιας ξύλινης στέγης, η οποία λόγω των συνθηκών υγρασίας του εδάφους στην περιοχή είχε διατηρηθεί σε πολύ καλή κατάσταση, πως κατέπεσε όταν κρημνίστηκαν οι πλάγιοι τοίχοι.

Φαίνεται τι κάλυπτε μια έκταση τουλάχιστον 10X10 μ. H στέγη ήταν κατασκευασμένη από κορμούς και κλαδιά δένδρων, μερικά από τα οποία είχαν υποστεί επεξεργασία. Xαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος σύνδεσης των κλάδων με ξύλινα καρφιά, που είχαν κατασκευαστεί για το σκοπο αυτό. Eπίσης βρέθηκαν και σανίδες από κορμούς δένδρων, διαμέτρου 0,30 μ., που είχαν κοπεί για την κατασκευή τους.
Ένας μεγάλος κορμός, με τη φυσική του διχάλα, κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε κεντρικό στήριγμα της οριζόντιας δοκού της στέγης. Στον χώρο της κατοικίας αυτής βρέθηκαν μερικές οπές πασσάλων, τέσσερις απ τις οποίες, στην ίδια σειρά, πιθανώς ανήκαν σε εσωτερικά στηρίγματα της στέγης. Φαινόταν καθαρά ότι οι πάσσαλοι είχαν στερεωθεί με λάσπη στις οπές τους. Σε πολλές περιπτώσεις, λόγω της υγρασίας του εδάφους, είχαν διατηρηθεί πολύ καλά και τα κατώτερα τμήματα των πασσάλων μέσα στις οπές. H ανασκαφή του Προδρόμου έδωσε πολλά στοιχεία για το ανώτερο τμήμα των πασσαλόπηκτων οικιών της Aρχαιότερης Nεολιθικής, από τις οποίες συνήθως μόνο τα δάπεδα και το περίγραμμά τους μπορούν να εντοπιστούν από τις οπές των πασσάλων.

Πασσαλόπηκτες οικίες

Διαδοχικές φάσεις κατοίκησης της Aρχαιότερης Nεολιθικής ερευνήθηκαν και στο Aχίλλειο, που λόγω της σχετικής έκτασης της ανασκαφής ήρθαν στο φως πολλά στοιχεία για την έκταση και τη διάταξη των κατοικιών. Hδη, απ την Aρχαιότερη Nεολιθική II (ραδιοχρονολόγηση 6300±200 π.X.) ήρθε στο φως τμήμα οικίας, που οι τοίχοι είχαν λίθινα θεμέλια, πάνω στα οποία στηριζόταν τοίχος από ξύλα και πηλό (τεχνική pisé). H πυκνή σειρά ραδιοχρονολογήσεων απ την ανασκαφή αυτή βοήθησε να εκτιμηθεί και η κατά προσέγγιση διάρκεια ζωής των οικιών αυτών, που φαίνεται να είναι κατά μέσο όρο 25 χρόνια. Στην αμέσως ανώτερη φάση, την Aρχαιότερη Nεολιθική III, ανήκουν πασσαλόπηκτες οικίες, κατασκευής όμοιας με του Προδρόμου, και εστίες τόσο στο εσωτερικό των οικιών όσο και σε ανοιχτούς χώρους, ανάμεσά τους. Σε υπαίθριο χώρο βρέθηκε και φούρνος που πρέπει να ήταν θολωτός, και, συνεχόμενος με αυτόν, υπερυψωμένος ορθογώνιος χώρος πηλόκτιστος. H όλη μορφή δεν πρέπει να διέφερε πολύ από τους φούρνους σε αγροτικά σπίτια που χρησιμοποιούνται και σήμερα ακόμη, πως άλλωστε και οι πασσαλόπηκτες καλύβες των Σαρακατσάνων.
Περιορισμένα λείψανα κατοικιών της Aρχαιότερης Nεολιθικής αποκαλύφθηκαν και σε άλλες θέσεις, πως στην Aργισσα, τη Nεσσωνίδα, τη Mεγάλη Bρύση Tυρνάβου, την Πλατιά Mαγούλα Zάρκου, την Oτζάκι.
Στην τελευταία βρέθηκαν πλινθόκτιστοι τοίχοι της Aρχαιότερης Nεολιθικής II και III που εδράζονταν απευθείας στο έδαφος χωρίς λίθινα θεμέλια.

Προπλάσματα οικιών

Από τη σύνθεση των διαφόρων στοιχείων μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι στη Θεσσαλία ήταν σε χρήση κατά την Aρχαι τερη Nεολιθική οικίες πασσαλόπηκτες και πλινθόκτιστες, κυρίως στα πεδινά μέρη που σπάνιζαν οι λίθοι, πως στον Πρόδρομο, την Πλατιά Mαγούλα Zάρκου, την Aργισσα, την Oτζάκι, αλλά και οικίες με λιθόκτιστα θεμέλια σε λοφώδεις περιοχές πως στο Γεντίκι ή στο Aχίλλειο.
Oι πληροφορίες για την κατοίκηση κατά τη Mέση Nεολιθική (5800-5300 π.X.) προέρχονται όχι μόνο από ανασκαφές, αλλά και από ένα μικρό αριθμό πήλινων ομοιωμάτων κτισμάτων, που μας δίνουν πληροφορίες για τη μορφή των οικιών της περιόδου. Bέβαια έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι πρόκειται για προπλάσματα ιερών, αλλά η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι πρόκειται για προπλάσματα συνήθων οικιών ανεξάρτητα του γεγονότος ότι υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι όμοια προπλάσματα είχαν χρησιμοποιηθεί σε ιεροτελεστίες. Στρώματα κατοίκησης της Mέσης Nεολιθικής έχουν ανασκαφεί στους οικισμούς Tσαγγλί (Eρέτρια Φαρσάλων), Oτζάκι, Aχίλλειο, Mεγάλο Παζαράκι, Σουφλί Mαγούλα, Mαγούλα Xατζημισιώτικη, Πλατιά Mαγούλα Zάρκου. Στις τρεις πρώτες θέσεις έχουν έρθει στο φως λείψανα κατοικιών της περιόδου αυτής σε σημαντική έκταση και σε αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις. Στο Tσαγγλί τέσσερις οικίες, οι οποίες ανήκουν στις τελευταίες φάσεις της Mέσης Nεολιθικής, έχουν στην εσωτερική πλευρά των τοίχων παραστάδες. Tο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των οικιών στο Tσαγγλί είναι η ύπαρξη οκτώ αντηρίδων, οι οποίες ανά δύο προεξέχουν απ τους τοίχους προς το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν είναι βέβαιο εάν οι αντηρίδες αυτές χρησίμευαν γα τον καθορισμό ιδιαίτερων χώρων κατά μήκος των τοίχων για διάφορες δραστηριότητες ή για την ενίσχυση των τοίχων, καθόσον είναι απ τις μεγαλύτερες οικίες της περιόδου αυτής.
Oι ανασκαφείς υποθέτουν τι οι αντηρίδες χρησίμευαν για τη στήριξη της στέγης. O χαρακτηριστικός αυτός τύπος οικίας με τις εσωτερικές παραστάδες ονομάστηκε «οικία Tσαγγλίου», αλλά η μόνη άλλη θέση που έχει βρεθεί μέχρι στιγμής είναι η Oτζάκι Mαγούλα.

Hellenic-Culture-Thessaly(GR)

Τα παραπάνω κείμενα αποτελούν αντίγραφα από: "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ"

Προϊστορικοί Χρόνοι (100000 – 1100 π.Χ.) 

Κορμός της Ελλάδας η Θεσσαλία, με τα εύφορα εδάφη, τα ποτάμια, τα δασωμένα βουνά και τις άφθονες πηγές, κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια. Στις όχθες του Πηνειού, κοντά στη Λάρισα, βρέθηκαν παλαιολιθικά εργαλεία και απολιθωμένα ζωολογικά λείψανα της ίδιας περιόδου (100.000 – 50.000 π.Χ.). Μερικά οστά έχουν φανερά ίχνη επεξεργασίας και δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλεία ή όπλα. Το πρώτο ελληνικό παλαιολιθικό έργο τέχνης προέρχεται από τα Λεχώνια Πηλίου. Έξω από ένα μικρό σπήλαιο βρέθηκε ένα στιλπνό λίθινο αντικείμενο, οχτώ εκατοστών, όπου είναι χαραγμένο το περίγραμμα αλόγου. Δείγματα τέχνης της Νεότερης Παλαιολιθικής Εποχής (30.000 – 8.000 π.Χ.) βρέθηκαν επίσης σε σπήλαια του Πηλίου, όπως ανθρωπόμορφο αντικείμενο – “ενώτιο” σύμφωνα με την επιστήμη της αρχαιολογίας – η πρώτη απόπειρα στην Ελλάδα σχηματοποίησης του ανθρώπινου σώματος και ακόμη δύο πλακίδια με παραστάσεις χορού το ένα και κυνηγίου το άλλο (Μουσείο Βόλου).

Η Μεσολιθική Εποχή (8000 – 7000 π.Χ.)

Αρχή Ολόκαινου– χαρακτηρίζεται από τη μεταβολή του κλίματος που πλησιάζει το σημερινό. Αντικείμενα Μεσολιθικής εποχής βρέθηκαν στη λίμνη Βοίβη (Κάρλα), όπως η καλά επεξεργασμένη αιχμή δόρατος από πυριτόλιθο. Οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί σε ευρωπαϊκό χώρο εντοπίστηκαν από το 1956 πρώτα στην Άργισσα από τον Μιλόισιτς και έπειτα στο Σέσκλο από το Δημήτρη Θεοχάρη. Η αρχαιότατη αυτή φάση του νεολιθικού πολιτισμού ονομάστηκε Προκεραμική Νεολιθική (7.000 – 6.000 π.Χ.) για την έλλειψη κεραμικής. Στα αρχαιότερα νεολιθικά στρώματα της Θεσσαλίας βρέθηκαν κόκκοι σιτηρών και είναι γνωστό ότι υψηλοί πολιτισμοί αναπτύχθηκαν στις περιοχές που καλλιεργούσαν σιτάρι. Τα βασικά εργαλεία ήταν κομμάτια πυριτόλιθο ή οψιανό, με ξύλινες ή οστέινες λαβές. Χαρακτηριστικό της εποχής είναι τα λεγόμενα «ενώτια». Τα κοσμήματα της εποχής ήταν δισκάρια τρυπημένα στη μέση ή δουλεμένα κομμάτια από στεατίτη, καθώς και θαλασσινά όστρακα τρυπημένα στην άκρη. Οι κάτοικοι έμεναν σε καλύβες από κλαδιά, όπου εντοπίστηκαν εστίες και δάπεδα στρωμένα με χαλίκια. Οι προ κεραμικές θέσεις συνεχίζουν να κατοικούνται και στην Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή (6.000 – 5.000 π.Χ.). Από τους ανασκαμμένους συνοικισμούς σημαντικότεροι είναι το Σέσκλο, η Άργισσα, η Οτζάκι μαγούλα, το Κεφαλόβρυσο Τρικάλων, η Νεσσωνίς Ι, η Πύρασος, η Μαγουλίτσα της Καρδίτσας. Υπάρχουν συνοικισμοί χαμηλοί κοντά σε ποτάμι, , λίμνη ή πεδιάδα και ψηλότεροι πάνω σε ράχη ή μαλακό λόφο, πάντοτε δίπλα σε πηγή ή ρεματιά. Η οικονομία στηριζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βρέθηκαν καμένοι καρποί δημητριακών και οσπρίων, καθώς και οστά από εξημερωμένα ζώα (πρόβατα, βόδια, χοίροι). Η κλειστή οικονομία απέβλεπε στην αυτάρκεια, αλλά οι ενδείξεις πείθουν για επικοινωνία και ανταλλαγές με γειτονικές (αγγεία) και μακρινές περιοχές (οψιανός). Οι συνοικισμοί πολλαπλασιάστηκαν, ιδίως στις εύφορες περιοχές, και αριθμούσαν 20-30 σπίτια – καλύβες από κλαδιά και καλάμια. Στο Σέσκλο και σε άλλους συνοικισμούς απαντώνται πλίθινες κατασκευές, ενώ στη Μεγάλη Βρύση (Αγία Άννα), κοντά στον Τύρναβο, βρέθηκε ένα θαυμάσιο κτίριο με λίθινη κρηπίδα. Λίθινα εργαλεία (αξίνες, δρεπάνια, θεριστικά μαχαίρια), καθώς και πεσσοί για σφεντόνες, βρέθηκαν σε αφθονία σε όλους τους συνοικισμούς. Επίσης βρέθηκαν σφονδύλια για ύφανση από όστρακα αγγείων, βελόνες και άλλα αγγεία από οστά. Το σπουδαιότερα δημιούργημα της εποχής είναι η κατασκευή αγγείων από πηλό. Οι πρώτες απόπειρες κατασκευής πήλινων αγγείων, οι αρχικές δοκιμές βρέθηκαν στο Σέσκλο, επειδή η εργασία αυτή γινόταν μακριά από τα εύφλεκτα οικήματα. Η διακόσμηση ήταν γραμμική (παράλληλες, τεθλασμένες, τρίγωνα) και τα θέματα έχουν μεταφερθεί από την υφαντική ή την πλεκτική. Αργότερα εμφανίστηκαν στην πεδιάδα της Λάρισας και στην Δ. Θεσσαλία χονδροειδή αγγεία με εμπίεστη ή εγχάρακτη διακόσμηση, ενώ υποχωρεί η γραπτή κεραμική από τις περιοχές αυτές. Το γεγονός υποδηλώνει ότι είχαν εισδύσει πληθυσμιακές ομάδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο ή την Κέρκυρα και τη Λευκάδα, καθώς τα αγγεία μοιάζουν με ανάλογα των περιοχών αυτών.

Τα μοναδικά δείγματα τέχνης στην Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία είναι τα “ειδώλια”. Βρίσκουμε επίσης τα πήλινα και λίθινα “ενώτια”. Μερικά ειδώλια είναι αληθινά αριστουργήματα, όπως ο γυναίκειος κορμός από την Οτζάκι μαγούλα. Ο άντρας που κάθεται μεγαλόπρεπα στο θρόνο, με τα χέρια στους μηρούς είναι ένας τύπος που τον βρίσκουμε και στη Μέση Νεολιθική Εποχή. Η χρήση των ειδωλίων είναι άγνωστη, βρέθηκαν στα σπίτια και ποτέ σε τάφους. Καθώς δεν υπάρχουν ιερά ίσως δηλώνουν κάποια μορφή λατρείας.

Η Μέση Μεσολιθική Εποχή (5000 – 4000 π.Χ.)

Είναι γνωστή σαν “πολιτισμός του Σέσκλου”. Οι ανασκαφές του Χρήστου Τσούντα (1901 – 1902) και η θαυμαστή έκθεση των αποτελεσμάτων το 1908, καθώς και οι νεότερες έρευνες από το Δημήτρη Θεοχάρη (1956, 1962 – 1968, 1971 – 1977) έριξαν άπλετο φως στην εποχή αυτή. Η ακρόπολη του Σέσκλου προβάλλει σαν υψηλό ακρωτήριο ανάμεσα σε δύο ρέματα που συγκλίνουν. Η περιοχή είναι γεμάτη υψώματα, στους πρόποδες βουνών. Είναι η πρώτη ανασκαμμένη στην Ελλάδα νεολιθική θέση. Τα σπίτια έχουν λιθόκτιστα θεμέλια και βάση έως ένα μέτρο και από πάνω πλίθες. Είναι μονόχωρα, υπάρχουν όμως και σπίτια με δύο δωμάτια, όπως επίσης και μέγαρο. Έχουν διαπιστωθεί επανειλημμένες αρχιτεκτονικές φάσεις αλλά το διάγραμμα των οικημάτων δεν αλλάζει και τα όρια ιδιοκτησίας φαίνονται καθορισμένα. Στενά δρομάκια οδηγούν σε κεντρική πλατεία τεσσάρων – πέντε οικημάτων. Ο οικισμός ήταν οχυρωμένος και έμπαιναν από στενά περάσματα στα τείχη. Από τα σπουδαιότερα οικήματα ήταν το μέγαρο με ανοιχτή πλακόστρωτη αυλή μπροστά, ενώ πίσω ασφαλιζόταν με εσωτερικό περίβολο. Επίσης το «κεραμικό εργαστήριο» με υποστηρίγματα, προφανώς κάποιου ημιωρόφου. Οι εσωτερικοί τοίχοι και τα στηρίγματα ήταν αλειμμένα με πηλό. Διακρίνονται στο οίκημα τα σημάδια της καταστροφής από φωτιά, ίσως μετά από σεισμό, πριν το τέλος της Μέσης Νεολιθικής Εποχής (4400 π.Χ.) και φαίνεται ότι έκτοτε το Σέσκλο ερημώθηκε για περισσότερο από 500 χρόνια. Όμοια καταστροφή σημειώθηκε και στο Τσαγγλί (κοντά στην αρχαία Ερέτρια Φαρσάλων), αλλά εκεί η ζωή συνεχίστηκε. Εκτός από την άφθονη κεραμική – σπουδαιότερη συλλογή από όλη η Θεσσαλία – σημαντικά είναι και τα αρχιτεκτονικά λείψανα. Στην Οτζάκι μαγούλα παρατηρήθηκαν οχτώ αρχιτεκτονικές φάσεις. Τα σπίτια τετράπλευρα, το ένα δίπλα στο άλλο, είναι από πηλό επειδή οι πέτρες σπανίζουν στην περιοχή. Αφήνουν μεταξύ τους στενά περάσματα που κλείνονται με τοιχάκια στην είσοδο. Τα σπίτια χτίστηκαν και ξαναχτίστηκαν στην ίδια θέση, με αυστηρά τα όρια της ιδιοκτησίας.

Οι συνοικισμοί και οι ακροπόλεις, οι οχυρώσεις και τα μεγαροειδή οικήματα, είναι αποδείξεις για τον υψηλό βαθμό πολιτισμού της περιοχής και τον οργανωμένο από τότε βίο, που κράτησε χιλιετίες στην Ελλάδα. Άλλο σημαντικό δημιούργημα είναι η ειδωλοπλαστική, κανονική συνέχεια προηγούμενων εποχών. Όπως πριν, πλεονάζουν τα πήλινα ειδώλια γυναίκειων μορφών από τις ένθρονες αντρικές μορφές. Εμφανίζεται η «κουροτρόφος» (μητέρα με το βρέφος στην αγκαλιά) και σπανιότερα ειδώλια ζώων. Οι λίθινες σφραγίδες πολλαπλασιάζονται. Τα σχέδια είναι μαιανδροειδή ή σταυρόσχημα. Η υψηλή τεχνική της κεραμικής μαρτυρεί ότι η αγγειοπλαστική βρισκόταν σε χέρια τεχνιτών ειδικευμένων κει μερικές κατηγορίες πολυτελών αγγείων όπως η κεραμική της Τζάνη μαγούλα, εξάγονταν σε μακρινές περιοχές της Θεσσαλίας. Αρκετά φέρνουν στην βάση σημάδια του εργαστηρίου.

Στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή (4000 – 2800/2700 π.Χ.)

Διακρίνονται τρεις υποδιαιρέσεις, που οι ονομασίες τους οφείλονται σε αντίστοιχους οικισμούς. α) Η πρώιμη φάση Τσαγγλί (ή Αράπη μαγούλα, κοντά στη Γιάννουλη Λάρισας). β) Ο πολιτισμός, Διμήνι και οι όψιμες φάσεις, που καταλήγουν στον χαλκολιθικό πολιτισμό. γ) Ραχμάνι (13 χλμ βόρεια από τη Λάρισα). Τα σημαντικότερα στοιχεία για την εποχή έφεραν στο φως οι ανασκαφές στο Διμήνι, που δίνουν πλήρη εικόνα μιας οργανωμένης νεολιθικής κοινότητας. Ο οικισμός βρίσκεται πάνω σε χαμηλό λόφο, 5 χλμ βορειοδυτικά από το Βόλο, έξω από το χωρίο Δίμηνι. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν από το Βαλέριο Στάη (1901) και τον Χρήστο Τσούντα (1901 – 1903) και αργότερα ο Γεώργιος Χουρμουζιάδης (1974 – 1977) πραγματοποίησε νέα έρευνα. Το Διμήνι παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, τους περιβόλους. Είναι έξι λιθόχτιστες μάντρες (ομόκεντροι κύκλοι) που είχαν κατασκευαστεί κατά ζεύγη σε διαφορετικές εποχές. Αρχίζουν από την κορυφή, αφήνοντας μεγαλύτερο διάστημα εκεί που ακουμπούσαν τα σπίτια. Ο οικισμός κόβεται από τέσσερις διαδρόμους, για την επικοινωνία των κατοίκων με τη γύρω περιοχή. Στα σημεία αυτά υπήρχαν δύο – τρία μεγάλα σπίτια με βοηθητικά κτίσματα και αυλή. Οι περίβολοι του Διμηνίου χαρακτηρίζονται από το Χρήστο Τσούντα οχυρωματικό σύστημα, ενώ ο Γεώργιος Χουρμουζιάδης τους αποδίδει στην πολεοδομική αντίληψη της εποχής. Η κεραμική που βρέθηκε στο Διμήνι –και είναι αυτή που διαχωρίζει τη φάση– είναι τα γραπτά αγγεία, φιάλες, με καφέ διακόσμηση πάνω σε ανοιχτόχρωμη επιφάνεια. Τα αγγεία αυτά διαδόθηκαν σε μεγάλη έκταση στον ελλαδικό χώρο. Μια άλλη κατηγορία είναι τα εγχάρακτα, γκρίζα ή μαύρα, συνήθως μεγάλα αγγεία που έχουν διακοσμηθεί με αιχμηρό αντικείμενο πριν το ψήσιμο.

Στις ανασκαφές βρέθηκαν πέτρινα και οστέινα εργαλεία, μεγάλος αριθμός λεπίδων από οψιανό και πυριτόλιθο, πήλινα σφονδύλια και βλήματα για σφεντόνες, ανθρωπόμορφα ειδώλια, κοσμήματα από κόκαλο, πέτρα ή κοχύλια. Μέσα στον οικισμό βρέθηκαν λίγες ταφές μικρών παιδιών σε αγγεία. Οι ενήλικοι ίσως θάβονταν μακριά. Το Διμήνι ερημώθηκε στην αρχή της 3ης χιλιετίας π.Χ. εκτός από ένα μικρό μέρος του οικισμού, όπως το κεντρικό μέγαρο και οι νότιες παρυφές του λόφου. Μεγαλόπρεπα οικοδομήματα της εποχής αυτής έχουν εντοπιστεί στο Σέσκλο και στη Βισβίκη μαγούλα, κοντά στο Βελεστίνο. Λίγο μετά την αρχή της 3ης χιλιετίας, ο αιγαιακός κόσμος βαδίζει σε μια νέα εποχή με τη χρήση των μετάλλων. Η χαλκοκρατία κράτησε περίπου μιάμιση χιλιετία (2800 ή 2700 – 110 π.Χ.). Το μισό από το διάστημα αυτό (2800 – 1900 π.Χ.) καλύπτει η Πρώιμη Χαλκοκρατία. Άφθονο υλικό έφεραν στο φως οι ανασκαφές στο Σέσκλο, στο Διμήνι, στο Ραχμάνι, στη Τζάνη μαγούλα, στα Ζερέλια. Οι νεότερες έρευνες στην Άργισσα, κοντά στη Λάρισα, αποκάλυψαν πολλά μακεδονικά στοιχεία στα σχήματα και στην τεχνική της κεραμικής, που οδήγησαν του επιστήμονες στο συμπέρασμα για μετακίνηση πληθυσμών από τη βόρεια θεσσαλική πεδιάδα. Το εμπόριο που αναπτύχθηκε με την πάροδο του χρόνου, έφερε σε επικοινωνία τους μεσοελλαδίτες με τους νησιώτες και μαζί την πρόοδο και την πολιτιστική αφύπνιση. Στη βορειοδυτική Θεσσαλία συγκεντρώθηκαν και διαμορφώθηκαν τα ελληνικά φύλα όπως οι Ίωνες – μαρτυρείται και ποταμός Ίων – που κατευθύνθηκαν στα νότια γύρω στο 1900 π.Χ. και τα αιολόφωνα φύλα, ενώ Αχαιοί ήταν εγκατεστημένοι, γύρω στα 1900, στη νότια Θεσσαλία που επικράτησε να λέγεται Αχαΐα Φθιώτιδα.

Σημαντικότατο μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας υπήρξε το ορμητήριο των Αργοναυτών, η Ιωλκός, στην περιοχή του σημερινού Βόλου, όπου αναπτύχθηκαν περίπου ταυτόχρονα τρεις οικισμοί. Στη συνοικία Παληά, το Δίμηνι και τα Πευκάκια. Στα Παλιά, στη θέση «Κάστρο» ή «Άγιοι Θεόδωροι» ανακαλύφθηκαν ανάκτορο, ερείπια κατοικιών, κεραμική και ταφές. Στο Διμήνι, γνωστό κυρίως για το νεολιθικό οικισμό, αποκαλύφθηκαν μυκηναϊκός οικισμός και μεγάλος θολωτός τάφος, γνωστός σαν Λαμιόσπιτο, με πλούσια κτερίσματα. Στα Πευκάκια τοποθετείται η Νηλεία, η πόλη που ίδρυσε ο Νηλέας, ο αδερφός του Πελία. Η κατοίκιση στο χώρο αυτό είναι συνεχής από τη Νεότερη Νεολιθική Εποχή ως την Υστεροελλαδική (4000 – 1100 π.Χ.) και λόγω της επίκαιρης θέσης του εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό σταθμό που συνέδεε την ενδοχώρα με τη Θράκη, τη Μικρά Ασία, τα νησιά και τη νότια Ελλάδα. Οι Φερές (Βελεστίνο), η πόλη που κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή, άκμασε και στη Μυκηναϊκή Εποχή, όπως έδειξαν οι σύγχρονες ανασκαφές, επιβεβαιώνοντας τις αρχαίες παραδόσεις για τον ισχυρό βασιλιά Άδμητο και την Άλκηστη. Στην περιοχή του Αλμυρού, στη λίμνη Βοίβη και γύρω στον Πηνειό, εντοπίστηκαν αρκετές μυκηναϊκές θέσεις με αξιόλογα ευρήματα που πιστοποιούν τη συνεχή κατοίκιση στο Θεσσαλικό χώρο. Ο 14ος και 13ος αιώνας π.Χ. αποτελούν την κορυφαία φάση της μυκηναϊκής ανάπτυξης, που δόξασε ο Αχιλλέας με τους Μυρμιδόνες.

Αφήστε μια απάντηση