ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Συντάκτης: κ.Κωνσταντίνος Βουζαξάκης, αρχαιολόγος.

 

Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου είναι ένα από τα παλαιότερα Μουσεία της χώρας και μέχρι σήμερα παραμένει το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Κτίσθηκε το 1909 με χρήματα που διέθεσε ο Αλέξιος Αθανασάκης από την Πορταριά του Πηλίου.Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτήριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ. που περιλαμβάνει επτά χώρους έκθεσης. Το αρχικό σχέδιο κατασκευής εκπόνησε ο μηχανικός της Αρχαιολογικής Εταιρείας Α. Αγγελίδης και το υλοποίησε ο αρχιτέκτονας Ι.Π. Σκούταρης. Βρίσκεται στην παραλία του Βόλου, μέσα στο πάρκο της περιοχής του Αναύρου. Αφορμή και σκοπός της ίδρυσις του υπήρξε η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές του Α. Αρβανιτόπουλου στις αρχές του 20ου αι.

Ο τεράστιος πλούτος των αρχαιολογικών ευρημάτων της συλλογής του Μουσείου και η παράλληλη έλλειψη επαρκών εκθεσιακών χώρων και αποθηκών έκαναν επιτακτική την ανάγκη επέκτασης του κτηρίου. Το μακροχρόνιο αυτό αίτημα, αν και είχε διατυπωθεί από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υλοποιήθηκε μόλις το 2004. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 2004 εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγα του Μουσείου Βόλου, που κατασκευάστηκε σε άμεση επαφή με το παλαιό κτήριο του Μουσείου. Το νέο κτήριο διαθέτει πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους, εκτεταμένες αποθήκες με σύγχρονο εξοπλισμό και ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων, ενώ παράλληλα στεγάζει τα γραφεία της ΙΓ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών αρχαιοτήτων. Η κατασκευή του νέου κτηρίου πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις εργασίες ανακαίνισης του παλιού, νεοκλασικού κτηρίου, ενώ και τα δύο έργα εντάχθηκαν στο Τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο στήριξης, στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Πολιτισμός με καταληκτική ημερομηνία το Δεκέμβριο του 2006.

Μετά την επανέκθεση του 2004, το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου φιλοξενεί αρχαιολογικά ευρήματα από όλη τη Θεσσαλία, από την παλαιολιθική περίοδο έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η έκθεση αναπτύσσεται σε οκτώ αίθουσες στο ισόγειο του παλιού και νέου κτηρίου και περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρησή του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.

Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου ανήκει οργανικά στην ΙΓ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Βόλου, η οποία αποτελεί περιφερειακή Υπηρεσιακή μονάδα του Υπουργείου Πολιτισμού με αρμοδιότητα στις Προϊστορικές και Κλασικές αρχαιότητες του Νομού Μαγνησίας.

Η πρώτη έκθεση πραγματοποιήθηκε από τον Α. Αρβανιτόπουλο, με κύριο στόχο την ανάδειξη των γραπτών επιτύμβιων στηλών της αρχαίας Δημητριάδας. Το 1913-14 ο ίδιος προχώρησε σε αναδιάταξη της έκθεσης των στηλών, ενώ παράλληλα δημιούργησε στον προθάλαμο του Μουσείου την αναπαράσταση ενός ταφικού μνημείου με αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη.


Το 1940 το Μουσείο κλείνει λόγω του πολέμου και οι αρχαιότητες απομακρύνονται και φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος. Μετά το τέλος του πολέμου το Μουσείο επαναλειτούργησε αμέσως, όμως και πάλι έκλεισε το 1955-56, καθώς είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από τους σεισμούς που έπληξαν εκείνη την περίοδο την πόλη του Βόλου. Με ενέργειες του τότε εφόρου Δ.Ρ. Θεοχάρη πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης, αναστήλωσης και ανακαίνισης του κτιρίου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1959-60. Η επανέκθεση από το Δ.Ρ. Θεοχάρη στόχευε στην παρουσίαση χαρακτηριστικών αντικειμένων του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλία από τους προϊστορικούς ως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η έκθεση περιορίστηκε σε τέσσερις αίθουσες. Στις αίθουσες 2 και 4 τοποθετήθηκαν οι γραπτές στήλες της Δημητριάδας, ευρήματα μυκηναϊκής, γεωμετρικής, αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας. Η επόμενη αίθουσα ήταν αφιερωμένη στην πλαστική των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων της Θεσσαλίας, σε χάλκινα μικροτεχνήματα της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής περιόδου από το ιερό της Φίλιας στην Καρδίτσα και το ναό του Θαυλίου Διός στις Φερές. Η τέταρτη αίθουσα περιελάμβανε κυρίως ανάγλυφα και γλυπτά Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Το 1975-76 ο καθηγητής Γ.Χ. Χουρμουζιάδης ολοκλήρωσε την έκθεση στις υπόλοιπες αίθουσες του Μουσείου. Η βασική ιδέα του τρόπου έκθεσης που ακολουθήθηκε σε αυτή την προσπάθεια ήταν ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας της έκθεσης, που επιτεύχθηκε με την τοποθέτηση των αντικειμένων κατά θεματικές ενότητες, ελεύθερα στο χώρο, χωρίς προθήκες, μέσα σε κόγχες και πάνω σε ράφια που κατασκευάστηκαν με υλικά ανάλογα της εποχής στην οποία αναφερόταν η έκθεση. Έτσι, με τον πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο, δημιουργήθηκαν δύο νέες εκθέσεις, η πρώτη για τον Νεολιθικό πολιτισμό στην αίθουσα 3 και η δεύτερη για τα ταφικά έθιμα στην αρχαιότητα στην αίθουσα 6.
Τη δεκαετία του 1980 καθιερώθηκε στο Μουσείο του Βόλου ο θεσμός των περιοδικών εκθέσεων. Αρχικά, για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε ο προθάλαμος του Μουσείου, αίθουσα 1, και αργότερα μια νέα ξεχωριστή μικρή αίθουσα, η αίθουσα 8. Στις αίθουσες των περιοδικών εκθέσεων φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς ευρήματα από σωστικές ανασκαφές της Εφορείας, αφιερώματα σε προσωπικότητες της περιοχής, όπως ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, καθώς και η ιδιωτική συλλογή του κ. Αγγ. Μπάστη, που αριθμεί 2500 αντικείμενα και δωρίθηκε το 1994 από τον συλλέκτη στο Μουσείο του Βόλου.


Μέχρι το τέλος του 2002, η έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου περιείχε αρχαιότητες που προέρχονται από ολόκληρη τη Θεσσαλία και χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή έως και τους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τις αρχές του 2003, το Μουσείο έκλεισε με σκοπό την ανακαίνιση του υπάρχοντος κτιρίου και την κατασκευή νέας πτέρυγας, όπου υπάρχει επιπλέον εκθεσιακός χώρος, καθώς και χώρος για τα γραφεία της ΙΓ’ Ε.Π.Κ.Α., τις αποθήκες και τα εργαστήρια.

Σήμερα πλέον το Μουσείο λειτουργεί με δύο εκθέσεις, τη μόνιμη έκθεση που περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή έως τη ρωμαϊκή περίοδο και προέρχονται από ολόκληρη τη Θεσσαλία, και την περιοδική έκθεση με θέμα “Αγώνες και Αθλήματα στην Αρχαία Θεσσαλία”.Παράλληλα με τα πλούσια και ποικίλα εκθέματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου παρουσιάζει ο τρόπος έκθεσης της αίθουσας των νεολιθικών αντικειμένων και της αίθουσας με τις αναπαραστάσεις των τάφων, που δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να έχει πιο άμεση επαφή με τα αρχαία και να κατανοεί με ευκολία τη λειτουργία.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

Συντάκτης: Δρ. Βασιλική Αδρύμη – Σισμάνη

 

Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, που είναι ένα από τα παλαιότερα Μουσεία της χώρας, χτίστηκε το 1909 με δωρεά του Πορταρίτη Αλ. Αθανασάκη για να στεγάσει τις επιτύμβιες στήλες της αρχαίας Δημητριάδας που είχαν έρθει τότε στο φως με τις ανασκαφές του Αρβανιτόπουλου. Το Μουσείο παραμένει ακόμη μέχρι σήμερα το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Βέβαια υπάρχουν ακόμη τα δύο μικρά τοπικά Μουσεία, το Μουσείο στο Τζαμί στη Λάρισα και το Μουσείο στον Αλμυρό αλλά και το νέο Μουσείο Καρδίτσας και το Μουσείο Λάρισας.

Η προσπάθεια ανεύρεσης κτηρίου για τη στέγαση της αρχαιολογικής συλλογής της περιοχής ξεκινά ήδη από το 1899, όταν ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Γ. Βυζαντινός έρχεται με εντολή του υπουργού στο Βόλο με σκοπό να καταρτίσει αρχαιολογική συλλογή. Σύμφωνα με επιστολές του υπουργού προς τον τότε Δήμαρχο Βόλου και τον Γυμνασιάρχη, ζητείται η παραχώρηση αίθουσας κατάλληλης για να φιλοξενηθούν οι αρχαιότητες.
Ο Δήμος, με τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου που έγινε στις 19 Ιουνίου 1902, παραχώρησε τον περίβολο του 3ου Δημοτικού Σχολείου αρρένων προκειμένου να ιδρυθεί Αρχαιολογικό Μουσείο στο Βόλο.
Από τότε και για αρκετά ακόμα χρόνια, η αρχαιολογική συλλογή που καταρτίστηκε το 1899 στεγαζόταν «στο υπόγειο του Γυμνασίου και στον περίβολο του Διδασκαλείου», όπως αναφέρει ο τότε Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Κ. Καραπάνος σε επιστολή του στις 13 Ιανουαρίου 1905 προς την Αρχαιολογική Εταιρεία, με την οποία ζητά να ληφθεί υπόψη η σπουδαιότητα της συλλογής και να ληφθεί μέριμνα για την κατασκευή κατάλληλων Μουσείων, τόσο στο Βόλο όσο και στη Λάρισα.
Προσπάθειες για την εξεύρεση «ευπρεπούς», όπως το χαρακτηρίζει, οικήματος για την αρχαιολογική συλλογή του Βόλου, κατέβαλε και ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Γ. Βυζαντινός, όπως φαίνεται από επιστολή του στις 18 Ιουλίου 1905 προς το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.
Στις 16 Οκτωβρίου 1909, στο συμβολαιογραφικό γραφείο του Απόστολου Δ. Κουτσογιάννη επί της οδού Ιάσονος, ο Αλ. Αθανασάκης υπέγραψε τη δωρεά του Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου προς το Δημόσιο. Το Μουσείο χτίστηκε με δαπάνες του Αλ. Αθανασάκη και, όπως αναφέρεται στο δωρητήριο συμβόλαιο, όταν έγινε η δωρεά είχαν ήδη τελεσθεί τα εγκαίνια του Μουσείου, παρουσία του διαδόχου του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία ότι σε οικόπεδο μπροστά στο Μουσείο και σε ακτίνα μικρότερη των 300 μ. απ’ αυτό, λειτουργούσαν τότε δυο ασβεστοκάμινοι. Σύμφωνα με επιστολή του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Αρβανιτόπουλου προς το Υπουργείο στις 14 Μαΐου 1912, ο καπνός από τις ασβεστοκάμινους εισερχόταν στις αίθουσες του Μουσείου και έβλαπτε οπωσδήποτε τις αρχαιότητες και ιδιαιτέρως τις γραπτές επιτύμβιες στήλες της αρχαίας Δημητριάδας.
Η αστυνομική διεύθυνση Μαγνησίας και ο Εισαγγελέας φαίνεται ότι δίσταζαν να προβούν στην διακοπή της λειτουργίας τους, καθώς οι ασβεστοκάμινοι προϋπήρχαν της ανέγερσης του Μουσείου.
Ήδη από το 1913 είχε επισημανθεί ότι το κτήριο του Μουσείου ήταν ανεπαρκές για το πλήθος των αρχαιοτήτων που υπήρχαν, καθώς εκτός από τις γραπτές επιτύμβιες στήλες της αρχαίας Δημητριάδας και όλα τα μέχρι τότε ευρήματα της περιοχής, με τα οποία καταρτίστηκε η αρχαιολογική συλλογή το 1899, συγκεντρώθηκε και το υλικό άλλων μικρών τοπικών συλλογών, όπως του Τυρνάβου κ.λ.π.
Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του εφόρου αρχαιοτήτων Αρβανιτόπουλου στις 23 Ιουλίου 1915 προς το Υπουργείο, στην οποία προτείνει να ταφεί ο Αλ. Αθανασάκης στον περίβολο του Μουσείου και να αποδοθούν τιμές προς τον ευεργέτη, ώστε να φιλοτιμηθούν οι κληρονόμοι του να δωρίσουν το χώρο μπροστά από το Μουσείο που είχε αγοραστεί από τον Αλ. Αθανασάκη έναντι 11.000 δρχ.
0 ίδιος ο Αλ. Αθανασάκης ένα χρόνο αργότερα, έχοντας επίγνωση της έλλειψης χώρου του Αθανασάκειου Αρχαιολογικού Μουσείου και επιθυμώντας, όπως ο ίδιος αναφέρει, να φανεί «έτι μάλλον χρήσιμος εις την Αρχαιολογικήν Υπηρεσίαν του κράτους και επωφελής εις την επιστήμην της και της ιδιαιτέρας μου πατρίδας», δηλώνει σε επιστολή του προς τον ‘Εφορο Αρβανιτόπουλο στις 6 Ιουνίου 1916 ότι επιθυμεί να δωρίσει το κτήριο του «Βρεφοκομείου και Μαιευτηρίου» που βρισκόταν πίσω από το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο.

Προκειμένου να εκτελεσθεί η παραπάνω δωρεά, ο Αλ. Αθανασάκης έθετε τους παρακάτω όρους:

  1. να τοποθετηθούν στο νέο κτήριο τα πολύτιμα κυρίως αρχαία αντικείμενα της αρχαιολογικής συλλογής,
  2. να επιστραφούν τα χρυσά, αργυρά και χάλκινα ευρήματα της Θεσσαλίας που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, ενώ υπήρχε το Μουσείο του Βόλου,
  3. να εκτελεσθεί η απο ΟΊΓσθείσα απαλλοτρίωση των ασβεστοκαμίνων που βρίσκονταν μπροστά από το Μουσείο και έβλαπταν τις αρχαιότητες,
  4. να εξαγοραστεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ή από το Δήμο το τετράγωνο γήπεδο δίπλα στις ασβεστοκάμινους, όπως ήδη είχε αποφασιστεί από το Δημοτικό Συμβούλιο και
  5. τα δύο παραπάνω να μετατραπούν σε κήπο του Μουσείου, αφού δεντροφυτευτούν και περιτοιχιστούν.

Σημειωτέον ότι το κτίριο του «Βρεφοκομείου και Μαιευτηρίου» ήταν τότε νεόδμητο, τριώροφο και είχε 17 δωμάτια στον πρώτο όροφο, 14 στον δεύτερο και 4 στον τρίτο. Ο έφορος αρχαιοτήτων Αρβανιτόπουλος απευθύνθηκε προς το Υπουργείο προκειμένου να ικανοποιηθούν οι όροι του Αλ. Αθανασάκη και να συνταχθούν τα απαιτούμενα συμβόλαια, με επιστολή του στις 7 Ιουνίου 1916. Το Υπουργείο με τη σειρά του απευθύνθηκε στο νομομηχανικό Βόλου ζητώντας την αξία της δωρούμενης οικίας, των ασβεστοκαμίνων και των λοιπών χώρων που έπρεπε να απαλλοτριωθούν. Η Υπηρεσία Δημοσίων Έργων ΜαγνησίαςΑλμυρού ενημέρωσε λίγο αργότερα το Υπουργείο για την αξία του κτηρίου, τις μετατροπές που έπρεπε να γίνουν ώστε να λειτουργήσει ως Μουσείο και πρότεινε οι ασβεστοκάμινοι και οι γύρω χώροι να εξαγοραστούν από το Δήμο Παγασών.
Στη συνέχεια, το Υπουργείο έκανε δεκτή τη δωρεά, υιοθέτησε την πρόταση της απαλλοτρίωσης των ασβεστοκαμίνων και των γύρω χώρων από το Δήμο και ο Αλ. Αθανασάκης έκανε δεκτούς αυτούς τους όρους.

Το «Βρεφοκομείο και Μαιευτήριο» λειτούργησε για τέσσερα χρόνια, ως το 1918, ως Παράρτημα του Αθανασάκειου Μουσείου και ίσως χρησιμοποιήθηκε και ως Επιγραφικό Μουσείο, όπως υποδηλώνει επιστολή του εφόρου Αρβανιτόπουλου προς το Υπουργείο στις 17 Νοεμβρίου 1916, με την οποία ζητά την έγκριση προϋπολογισμού για την εγκατάσταση των επιγραφών στο Παράρτημα.

Πα την τυπική υπογραφή, ωστόσο, της δωρεάς του κτηρίου του «Βρεφοκομείου και Μαιευτηρίου» στο Μουσείο, εκκρεμούσε η πληρωμή από το Δήμο Παγασών του ποσού της απαλλοτρίωσης των ασβεστοκαμίνων και του γειτνιάζοντος γηπέδου, ποσό το οποίο ο Αλ. Αθανασάκης μείωσε, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία.
Ωστόσο, το 19181920, λόγω των έκτακτων αναγκών του πολέμου, το κτήριο του Παραρτήματος χρησιμοποιήθηκε ως Στρατιωτικό Νοσοκομείο και οι αρχαιότητες συγκεντρώθηκαν όλες σε μια μόνο πτέρυγα του «Μαιευτηρίου». Το 1920 το κτήριο δόθηκε στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ως προσωρινό κατάλυμα και μόνο ένα μέρος του κτηρίου συνέχισε να χρησιμεύει ως αποθήκη αρχαιοτήτων.
Όμως, λόγω των επιτακτικών αναγκών του Νοσοκομείου και λόγω βέβαια της ακαταλληλότητας του «Μαιευτηρίου» για Μουσείο, το 1921, όπως αναφέρεται σε επιστολή του εφόρου Αρβανιτόπουλου προς το Υπουργείο, έγινε προφορική συμφωνία μεταξύ των κληρονόμων του Αλ. Αθανασάκη, του εφόρου Αρβανιτόπουλου και του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών Κωνστ. Γ. Καρτάλη να εξαγοράσει ο Δήμος όλα τα οικόπεδα γύρω από το Μουσείο και να τα διαμοιράσει στο Μουσείο, στο Νοσοκομείο και στο Μαιευτήριο, προκειμένου το Μουσείο να αποκτήσει έκταση και να κτιστεί άμεσα νέα πτέρυγα.

Δυστυχώς, τα συμβόλαια υπογράφηκαν εν απουσία του Κ. Γ. Καρτάλη και χωρίς να προσκληθεί ο έφορος αρχαιοτήτων Αρβανιτόπουλος. Έτσι, σύμφωνα με το πωλητήριο ακινήτου που υπογράφηκε ανάμεσα στους κληρονόμους του Αλ. Αθανασάκη με πληρεξούσιο τον Κ. Αθανασάκη και το Δήμαρχο Παγασών κ. Σαράτση στις 24 Ιουνίου 1921, ο Δήμος Παγασών εξαγοράζει ένα γήπεδο μπροστά από το Αθανασάκειο Μουσείο, έναντι του ποσού των 6.000 δρχ. με τον όρο ότι θα χρησιμοποιηθεί ως περιοχή και κήπος του Μουσείου, χωρίς να μπορεί να χτιστεί οτιδήποτε μπορεί να καταστρέψει την πρόσοψη του Μουσείου. Με το δεύτερο πωλητήριο ακινήτου, που υπογράφηκε την ίδια ημέρα ανάμεσα στους ίδιους συμβαλλομένους, έναντι 24.000 δρχ., ο Δήμος Παγασών εξαγόρασε και τα υπόλοιπα τέσσερα γήπεδα γύρω από το Μουσείο, ανάμεσα τους και το κτήριο του «Μαιευτηρίου» με τους όρους: 1) ο Δήμος να χρησιμοποιήσει τα γήπεδα για ευαγείς σκοπούς, 2) το γήπεδο που βρίσκεται μπροστά από το Μουσείο να χρησιμοποιηθεί ως κήπος του Μουσείου και 3) το γήπεδο πίσω από το Μουσείο να παραμείνει ελεύθερο ώστε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον για την επέκταση του προς Βορρά.

Στη συνέχεια ξεκίνησε μια διαμάχη ανάμεσα στον έφορο Αρβανιτόπουλο και το Δήμο Παγασών με κορύφωση την κατάληψη του κτηρίου του «Μαιευτηρίου» από το Δήμο τον Αύγουστο του 1921, την απομάκρυνση των προσφύγων της Νικομήδειας και των υπαλλήλων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που ήταν εγκατεστημένοι εκεί και την εγκατάσταση Ρώσων τυφικών. Σύμφωνα με σειρά τηλεγραφημάτων και επιστολών του Αρβανιτόπουλου προς το Υπουργείο, η ενέργεια αυτή προκαλούσε προβλήματα στη λειτουργία του Μουσείου και την προστασία των αρχαιοτήτων, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, οι ασθενείς «υδρεύονται εκ του Μουσείου, απορρίπτουσι τας ποικίλος ακαθαρσίας και αποπατούσι επί του αρχαιολογικού χώρου, βλάπτουσι δε τας εν αυτω επιγραφάς, Βάθρα κ.λ.π., χωρίς ημείς να δυνάμεθα να τους εμποδίσωμεν λόγω φιλανθρωπίας. 0 χώρος μεταξύ Παραρτήματος και Μουσείου είναι άφρακτος… Εν τω Παραρτήματι υπάρχουσι 15 κιβώτια πλήρη αρχαιοτήτων των ανασκαφών της Αγγλικής Σχολής».

Ο δε Δήμος Παγασών προχώρησε στις 12 Αυγούστου 1921 στη μήνυση κατά του εφόρου αρχαιοτήτων Αρβανιτόπουλου, καταγγέλλοντας ότι ο τελευταίος αφαίρεσε υλικά και προκάλεσε φθορές στο «Μαιευτήριο». Σύμφωνα δε με τα πρακτικά της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου στις 20 Αυγούστου 1921, ο Δήμος ζητά την απομάκρυνση του Αρβανιτόπουλου.
Το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ζητά με επιστολή του στις 27 Αυγούστου 1921 από το Υπουργείο Εσωτερικών την απομάκρυνση των ασθενών από το Παράρτημα και την παράδοση του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η διαμάχη συνεχίστηκε , με το Δήμο Παγασών να επιμένει στην απομάκρυνση του Αρβανιτόπουλου αποστέλλοντας στο Υπουργείο στις 6 Σεπτεμβρίου 1921 επιστοή στην οποία επισυνάπτει επιστολές του τότε επιμελητή του Μουσείου Αργοστολίου Ν. Γιαννόπουλου και του Γυμνασιάρχη Μυτιλήνης Ιω. Κατσουρού.

Έκτοτε, δε γνωρίζουμε ακριβώς την έκβαση της υπόθεσης. Το κτήριο του πρώην «Βρεφοκομείου και Μαιευτηρίου» τελικά κατεδαφίστηκε το 1987 για τις ανάγκες οικοδόμησης του Νοσοκομείου Βόλου.
Στο κτήριο του Αθανασάκειου Μουσείου φαίνεται πως έγιναν κατά καιρούς διάφορες εργασίες συντήρησης και επισκευών, όπως φαίνεται από την αλληλογραφία του επιμελητή αρχαιοτήτων Ν. Γιαννόπουλου με το Υπουργείο σχετικά με τις ζημιές που προκλήθηκαν στη στέγη, την κουζίνα, τα τζάμια των παραθύρων και σε μια προθήκη του Μουσείου από μία θύελλα στις 1516 Φεβρουαρίου 1928. Ενόψει του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, φαίνεται ότι ελήφθησαν μέτρα προστασίας των αρχαιοτήτων του Μουσείου από ενδεχόμενους Βομβαρδισμούς. Σε απάντηση εμπιστευτικής επιστολής του τμήματος 

Αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας (στο οποίο υπαγόταν τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία) από τις αρχές του 1937, ο τότε επιμελητής αρχαιοτήτων Ν. Γιαννόπουλος αποστέλλει κατάλογο με τα αντικείμενα του Μουσείου που θεωρεί «άξια διασώσεως». Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι το Μουσείο διέθετε δυο ευρύχωρα υπόγεια, πάνω από τα οποία υπήρχε ξύλινο δάπεδο, τα οποία όμως θα έπρεπε να διαμορφωθούν κατάλληλα ώστε να προστατευτούν τα αρχαία που θα τοποθετούνταν εκεί από την υγρασία και την αλμύρα, λόγω της γειτνιάσεως με τη θάλασσα.
Μεγάλες ποσότητες θαλάσσιας άμμου φαίνεται ότι τοποθετήθηκαν πάνω στα ξύλινα δάπεδα των αιθουσών που βρίσκονταν πάνω από τα υπόγεια όπου τοποθετήθηκαν τα αρχαία. Ένα από τα δάπεδα αυτά, μάλιστα, κατέρρευσε κατά την περίοδο της κατοχής, όπως αναφέρει αργότερα, το 1951, ο Ν. Βερδελής.

Επιστολές του Δεκεμβρίου του 1938 προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβερνήσεως Ιω. Μεταξά και τον αναστηλωτή του Παρθενώνα αρχιτέκτονα Μπαλάνο, μαρτυρούν τις σκέψεις και τις κινήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης για την προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα εν γένει ενδεχόμενους βομβαρδισμούς, κατά το παράδειγμα των Γάλλων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «κατά τας ταραχώδεις διαπραγματεύσεις Hitler Chamberlain εις Bergenha η Γαλλική κυβέρνησις εν ριπή οφθαλμού μετεκόμισε εις ασφαλές μέρος τα απαρτίζοντα το Louvre. κειμήλια ίνα ταύτα προφυλαχθώσι εκ του βομβαρδισμού».

Μετά τη λήξη του πολέμου και του εμφυλίου, με την εγκατάσταση στο Βόλο του εφόρου αρχαιοτήτων Ν. Βερδελή, λαμβάνεται μέριμνα ώστε να γίνουν εργασίες στο κτίριο του Αθανασάκειου Μουσείου, προκειμένου να αποσυμφορηθεί από την πληθώρα των αντικειμένων και να γίνει πιο λειτουργικό, ενώ γίνονται και προληπτικές μελέτες για την προστασία των αρχαιοτήτων σε περίπτωση άλλου πολέμου.
0 έφορος Ν. Βερδελής, με έγγραφο του στις 17 Ιουνίου 1951 προς το Υπουργείο, αναφέρει διάφορα έργα που πρέπει να γίνουν στο Μουσείο: τη μεταφορά του γραφείου του εφόρου σε χώρο με λιγότερη υγρασία, την επισκευή του ξύλινου δαπέδου της αίθουσας που κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από το βάρος της άμμου που τοποθετήθηκε για την προστασία των αρχαίων, την κατασκευή αποθήκης στην πίσω αυλή του Μουσείου για να τοποθετηθούν οι επιτύμβιες στήλες που δεν ήταν προς έκθεση και ως τότε στοιβάζονταν στις αίθουσες του Μουσείου, την κατασκευή μικρού διαμερίσματος για κατοικία του εφόρου και, τέλος, την κατασκευή καταφυγίου για την απόκρυψη των αρχαιοτήτων στην περίπτωση πολεμικών γεγονότων. Με το ίδιο σκεπτικό, προτείνεται και η τοποθέτηση σάκων με άμμο σε απόσταση 0,10 μ. από τους εσωτερικούς τοίχους των αιθουσών του Μουσείου για την προστασία των γραπτών επιτύμβιων στηλών που είναι επικίνδυνο να μετακινούνται. Για την κατασκευή του καταφυγίου έγινε και αρχιτεκτονικό σχέδιο, το οποίο θεωρήθηκε από το νομομηχανικό Βόλου, το καταφύγιο όμως τελικά δεν κατασκευάστηκε ποτέ, πιθανότατα για οικονομικούς λόγους.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποια μάλλον τραγελαφικά περιστατικά της εποχής αυτής, όπως μαθαίνουμε από μια επιστολή του εφόρου Ν. Μ. Βερδελή προς το Υπουργείο, αλλά και από δημοσιεύματα της εφημερίδας «Θεσσαλία». Φαίνεται ότι η υπόθεση με το οικόπεδο μπροστά από το Μουσείο που εξαγοράστηκε το 1921 από το Δήμο Παγασών, κατ’ επιθυμία του δωρητή του Μουσείου Αλ. Αθανασάκη, ώστε να μην περιέλθει το οικόπεδο στα χέρια ιδιώτη και κτιστεί σε αυτό οικοδομή που θα ζημίωνε την εμφάνιση του Μουσείου, εξακολουθούσε να δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις του Δήμου με το Μουσείο.
Όπως αναφέρει ο έφορος Ν. Βερδελής σε επιστολή του προς το Υπουργείο στις 8 Οκτωβρίου 1952, κατά το έτος 1951 ο Δήμος είχε αποφασίσει να εγκαταστήσει στο οικόπεδο νυχτερινό κέντρο, κάτι που τελικά αποφεύχθηκε μετά από τις έντονες διαμαρτυρίες του εφόρου και την εκλογή στη συνέχεια άλλου Δημάρχου. Κατά το έτος 1952, σύμφωνα πάντα με την ίδια επιστολή και τα δημοσιεύματα του Τύπου, ο Δήμος αποφάσισε να περιφράξει το οικόπεδο και να εγκαταστήσει σε αυτό τρία ζαρκάδια, τα οποία του είχε δωρίσει το Υπουργείο Γεωργίας. Φαίνεται ότι αρχικά τα ζαρκάδια επρόκειτο να τοποθετηθούν στο πάρκο της πλατείας του Γεωργίου του Α’, όταν όμως η Λιμενική Επιτροπή απαγόρευσε να γίνει κάτι τέτοιο, επιλέχθηκε από το Δήμο για το σκοπό αυτό ο κήπος του Μουσείου. Μετά τις έντονες διαμαρτυρίες του εφόρου αρχαιοτήτων Ν. Βερδελή, τα ζαρκάδια φιλοξενήθηκαν προσωρινά σε ένα μικρό τμήμα του κήπου, ώστε να παραμείνει ελεύθερη η είσοδος του Μουσείου από την παραλιακή οδό. Μετά τα περιστατικά αυτά, ο Ν. Μ. Βερδελής πρότεινε την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή τη δωρεάν παραχώρηση του οικοπέδου από το Δήμο στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ώστε να αποφευχθούν παρόμοια περιστατικά στο μέλλον. Ωστόσο, φαίνεται ότι παρόμοια περιστατικά συνέχισαν να συμβαίνουν, καθώς ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Θεσσαλία» στις 19 Δεκεμβρίου 1952 αναφέρει ότι δημοτικός υπάλληλος, εν αγνοία του Δημάρχου, παραχώρησε σε ιδιώτη τμήμα του κήπου του Μουσείου για να το οργώσει και να σπείρει σανό.

Το 1956 1957, όταν οι σεισμοί κατέστησαν το κτήριο του Μουσείου ετοιμόρροπο, ήρθε ξανά στην επιφάνεια επιτακτικά το θέμα της επέκτασης του. Αλλά, μόλις το 1962 εγκρίθηκε μια οριστική μελέτη του αρχιτέκτονα Ραφανίδη, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες του εφόρου αρχαιοτήτων Δ. Ρ. Θεοχάρη, ο οποίος ζήτησε την επέκταση του Μουσείου επισημαίνοντας την ασφυκτική έλλειψη επαρκών εκθετικών χώρων και αποθηκών. Η μελέτη αυτή, δυστυχώς, δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Το 1975,ο Γ. Χουρμουζιάδης προχώρησε στην οργάνωση νέας έκθεσης σε δυο αίθουσες του Μουσείου Βόλου, μια έκθεση με θέμα το Νεολιθικό Πολιτισμό της Θεσσαλίας και μια άλλη με Θέμα τα ταφικά έθιμα της Θεσσαλίας. Και οι δύο αυτές εκθέσεις οργανώθηκαν με το πνεύμα που διαμορφώθηκε μετά το 1970 στην Ευρώπη, σύμφωνα με το οποίο τα Μουσεία υιοθετούν λειτουργίες εκπαιδευτικού χαρακτήρα.
Το 1985, το επιστημονικό προσωπικό της ΙΓ Ε.Π.Κ.Α. προχωρεί στην υιοθέτηση του θεσμού των περιοδικών εκθέσεων και οργανώνει μια πρώτη περιοδική έκθεση στον προθάλαμο του Μουσείου, τον οποίο μετονομάζει σε «αίθουσα Θεοχάρη», με θέμα τις αρχαιότητες που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές της Εφορείας. Στα πλαίσια αυτών των περιοδικών εκθέσεων οργανώθηκε αργότερα αφιέρωμα στο λαογράφο Κίτσο Μακρή και το 1995 οργανώθηκε η έκθεση για τη συλλογή του Αγγέλου Μπάστη, που δωρήθηκε στο Μουσείο. 

Το 1997, ύστερα από πρόταση της ΙΓ Ε.Π.Κ.Α., ο Δήμαρχος Πιτσιώρης ανέλαβε την πρωτοβουλία να προχωρήσει το έργο επέκτασης του Μουσείου Βόλου. Έτσι, το 1998, υπογράφηκε μια Προγραμματική Σύμβαση του ΥΠ.ΠΟ. με το Δήμο Βόλου και οι τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Βόλου, σε άμεση συνεργασία με την ΙΓ Ε.Π.Κ.Α. αλλά και με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ. εκπόνησαν τη μελέτη της επέκτασης του Μουσείου πάνω σε σχέδια του Κώστα Αδαμάκη. Στη συνέχεια ο Δήμος Βόλου ανέλαβε με χρηματοδότηση του ΥΠ.ΠΟ. να κατασκευάσει το νέο κτήριο, συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ. Ύστερα από διαγωνισμό, το έργο ανατέθηκε στον εργολήπτη κ. Φ. Αβρανά, ο οποίος και υλοποίησε τη μελέτη έγκαιρα με χρηματοδότηση από το έργο «Πολιτισμός 2004» και κάτω από τη συνεχή επίβλεψη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Βόλου.

Με την άριστη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων αρχών που αγκάλιασαν το έργο και βοήθησαν να ξεπεραστούν οι οικονομικές δυσκολίες και να υλοποιηθεί έγκαιρα, στις 3 Αυγούστου 2004 εγκαινιάστηκε η νέα έκθεση των μόνιμων συλλογών του Μουσείου Βόλου στον ανακαινισμένο χώρο του παλαιού νεοκλασικού κτηρίου και σε μια πτέρυγα στο νέο κτήριο.

Το 1975 ο Γ. Χουρμουζιάδης προχώρησε στην οργάνωση νέας έκθεσης σε δύο αίθουσες του Μουσείου Βόλου: μία με θέμα το Νεολιθικό πολιτισμό της Θεσσαλίας και μία με θέμα τα ταφικά έθιμα της Θεσσαλίας. Και οι δύο αυτές εκθέσεις οργανώθηκαν σύμφωνα με το νέο πνεύμα που διαμορφώθηκε μετά το 1970 στην Ευρώπη, σύμφωνα με το οποίο τα Μουσεία υιοθετούν λειτουργίες εκπαιδευτικού χαρακτήρα.

Το 1985 το επιστημονικό προσωπικό της ΙΓ Ε.Π.Κ.Α. προχωρεί στην υιοθέτηση του θεσμού των περιοδικών εκθέσεων και οργανώνει μία πρώτη περιοδική έκθεση στον προθάλαμο του Μουσείου, τον οποίο μετονομάζει σε “αίθουσα Θεοχάρη” με θέμα τις αρχαιότητες που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές της Εφορείας. Στα πλαίσια αυτών των περιοδικών εκθέσεων οργανώθηκε αργότερα αφιέρωμα στο λαογράφο Κίτσο Μακρή και το 1995 οργανώθηκε η έκθεση για τη συλλογή του Αγγέλου Μπάστη, που εν τω μεταξύ δωρίθηκε στο Μουσείο Βόλου.

Το 1997, ύστερα από πρόταση της ΙΓ Ε.Π.Κ.Α., ο Δήμαρχος Πιτσιώρης ανέλαβε την πρωτοβουλία να προχωρήσει το έργο της επέκτασης του Μουσείου Βόλου. Έτσι το 1998 υπογράφηκε μία Προγραμματική Σύμβαση του ΥΠ.ΠΟ. με το Δήμο Βόλου και οι τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Βόλου σε άμεση συνεργασία με την Εφορεία μας αλλά και με τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ. (Διεύθυνση Μελετών Μουσείων και Διεύθυνση Εκτέλεσης) εκπόνησαν τη μελέτη της επέκτασης του Μουσείου πάνω σε σχέδια του Κώστα Αδαμάκη. Στη συνέχεια ο Δήμος Βόλου ανέλαβε με χρηματοδότηση του ΥΠ.ΠΟ. να κατασκευάσει το νέο κτήριο του Μουσείου, συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ. Ύστερα από διαγωνισμό, το έργο ανατέθηκε στον εργολήπτη κ. Φ. Αβρανά, ο οποίος και υλοποίησε την μελέτη έγκαιρα με χρηματοδότηση από το έργο “Ελλάδα 2004” και κάτω από τη συνεχή επίβλεψη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Βόλου και την προσωπική συμβολή της κ. Βλιώρα και του κ. Γιώργου Σωτήρη. Έτσι ξεκίνησε το έργο με την υποστήριξη του πρώην Υπουργού κ. Ε. Βενιζέλου και ιδιαίτερα της πρώην Γενικής Γραμματέως του ΥΠ.ΠΟ. κ. Λ. Μενδώνη και του πρώην Γενικού Γραμματέα του “Ελλάδα 2004” κ. Κ. Καρτάλη. Όμως τίποτε δε θα ήταν δυνατό να υλοποιηθεί έγκαιρα, αν δεν υπήρχε η άμεση υποστήριξη του σημερινού Υφυπουργού κ. Πέτρου Τατούλη, του Γενικού Γραμματέα κ. Χρ. Ζαχόπουλου, του Γενικού Γραμματέα του “Ελλάδα 2004” κ. Σπ. Καπράλου και κυρίως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας κ. Γκούπα αλλά και των τοπικών αρχών, του κ. Νομάρχη και του Δημάρχου κ. Μήτρου, που αγκάλιασαν το έργο και Βοήθησαν να ξεπεραστούν οι οικονομικές δυσκολίες και να υλοποιηθεί το έργο έγκαιρα, ώστε να παραδοθεί προς χρήση μέσα στις προβλεπόμενες ημερομηνίες.
Η νέα έκθεση των μόνιμων συλλογών του Μουσείου έγινε στον ανακαινισμένο χώρο του παλαιού νεοκλασικού κτιρίου και μία πτέρυγα στο νέο κτίριο. Πάνω από το 50% των εκθεμάτων αποτελούν αντικείμενα που εκτίθενται για πρώτη φορά, ενώ παράλληλα θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλα τα εκθέματα που παρουσιάζονται αποτελούν μόνο το 10% του συνόλου των εκθέσιμων αρχαιολογικών ευρημάτων της Εφορείας μας. Εκτίθενται συνολικά 2880 ευρήματα από ολόκληρη την Θεσσαλία.

 

ΝΕΑ ΕΚΘΕΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ (αίθουσα 8)

Στις 3 Αυγούστου του 2004 εγκαινιάστηκε από τον Υφυπουργό Πολιτισμού Π. Τατούλη το ανακαινισμένο κτήριο και η επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου του Βόλου, καθώς και η περιοδική έκθεση «Αγώνες και αθλήματα στην Αρχαία Θεσσαλία» στο νέο κτήριο που προστέθηκε ως επέκταση στο υπάρχον παλαιό κτήριο. Το παλαιό Μουσείο Βόλου, έχοντας διανύσει έναν αιώνα σχεδόν λειτουργίας από την ίδρυση του το 1909, ανανεώθηκε και εμπλουτίστηκε με αρχαιολογικές συλλογές που παρουσιάζονται στο κοινό με στόχο την γνωριμία του με τον πολιτιστικό πλούτο της Θεσσαλίας, σύμφωνα με τις σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις και πρακτικές.
Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του παλαιού κτηρίου του Μουσείου διατηρήθηκε και αναδείχθηκε, ενώ παράλληλα εφαρμόστηκαν τεχνολογικές πρακτικές υψηλών προδιαγραφών για να καλυφθούν οι ανάγκες κλιματισμού, φωτισμού και πληροφόρησης, καθώς και η εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες. Επίσης, προστέθηκε ένα νέο κτήριο 3.000 τ.μ. που, επιτρέποντας την απρόσκοπτη πορεία των επισκεπτών από τον ένα χώρο στον άλλο, προσφέρει μεγαλύτερους εκθεσιακούς χώρους και νέους χώρους στέγασης και φύλαξης των αρχαιοτήτων.
Η έκθεση πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή όλων των αρχαιολόγων, μηχανικών, συντηρητών και τεχνιτών που εργάζονται στην ΙΓ Ε.Π.Κ.Α., καθώς και με την πρόθυμη συνδρομή νέων αρχαιολόγων που ασχολήθηκαν στο έργο. Την ιδέα και το σχεδιασμό της έκθεσης καθώς και το συντονισμό της όλης προσπάθειας, όπως ήταν φυσικό, την ανέλαβε π υπογράφουσα, η οποία ανέλαβε κάθε προσπάθεια ώστε να διεκπεραιωθεί αυτό το δύσκολο έργο εντός των προβλεπόμενων ασφυκτικών χρονικών ορίων, δεδομένου ότι το έργο υλοποιήθηκε παράλληλα με την εργολαβία, και να εγκαινιασθεί πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Τα ονόματα όλων των συνεργατών μνημονεύονται στον παρακείμενο κατάλογο, ωστόσο απ’ αυτή εδώ τη θέση θα ήθελα να εκφράσω και πάλι τις θερμές ευχαριστίες μου για την πρόθυμη συνεργασία όλων των συναδέλφων, η οποία υπήρξε καθοριστική, ώστε να υπερνικηθούν όλες οι δυσκολίες και να ξεπερασθούν οι καθημερινές ταλαιπωρίες και οι καθυστερήσεις και το έργο να υλοποιηθεί εγκαίρως.

Οι αρχαιολογικές συλλογές αναπτύσσονται σε οκτώ αίθουσες στο ισόγειο του παλιού και νέου κτηρίου, ακολουθώντας τη μουσειογραφική μελέτη που εκπόνησε η κ. Θάλεια Μακρή Σκοτεινιώτη, τοπογράφος μηχανικός της ΙΓ’ ΕΠΚΑ. Περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Τα εκθέματα τοποθετήθηκαν σε σύγχρονες προθήκες με ψυχρό φωτισμό, ώστε να προβάλλονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ακολουθώντας ταυτόχρονα τις απαραίτητες προδιαγραφές για την ασφαλή διατήρηση τους. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρηση του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.

ΕΚΔΟΤΗΡΙΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ (αίθουσα 1)

Η κεντρική είσοδος είναι από το παλαιό κτήριο του Μουσείου, όπου λειτουργούν επτά αίθουσες ανακαινισμένες. Στο χώρο της διατίθενται εισιτήρια, έντυπο ενημερωτικό υλικό για το Μουσείο και τους αρχαιολογικούς χώρους της Μαγνησίας, καθώς και πωλητέα είδη (βιβλία, φωτογραφικό υλικό). Επίσης, παρουσιάζεται η δομή των αρχαιολογικών συλλογών του Μουσείου κατά αίθουσα με ενημερωτικές πινακίδες και ηλεκτρονικό σύστημα ξενάγησης με οθόνες αφής.

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΡΓΩΝ (αίθουσα 2)

Η πρώτη αίθουσα στα δεξιά τής εισόδου παρουσιάζει τους αρχαιολογικούς χώρους που αποκαλύφτηκαν στη Μαγνήσια κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων σωστικών ανασκαφών στα πλαίσια των μεγάλων αναπτυξιακών έργων υποδομής που σηματοδότησε η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διαπλάτυνση της εθνικής οδού, η οργάνωση του επαρχιακού σιδηροδρομικού δικτύου, η αναδημιουργία του ταμιευτήρα της λίμνης Κάρλας και ο βιολογικός καθαρισμός της πόλης του Βόλου αποτελούν έργα μεγάλης κλίμακας, στα οποία πραγματοποιήθηκαν πολυετείς ανασκαφικές έρευνες σωστικού χαρακτήρα που έφεραν στο φως ένα σημαντικό αριθμό αρχαιολογικών χώρων, μερικοί από τους οποίους οργανώθηκαν σε επισκέψιμους αρχαιολογικούς χώρους.

Αντιπροσωπευτικά ευρήματα, χάρτες και ενημερωτικά κείμενα παρουσιάζουν στην έκθεση τις νέες αρχαιολογικές θέσεις, που οργανώνονται κατά ενότητες και με σειρά χρονολογική, πληροφορώντας τον επισκέπτη για τις πολιτιστικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν τις αρχαιολογικές περιόδους από το τέλος της νεολιθικής εποχής έως τα ελληνιστικά χρόνια. Οι χώροι είναι οι εξής:

1. Κατά τη διαπλάτυνση της Εθνικής Οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης εντοπίστηκε, στον κόμβο των Μικροθηβών Ν. Μαγνησίας, ένας μοναδικός στον Ελλαδικό χώρο οικισμός της μεταβατικής φάσης από την τελική Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Πρόκειται για οικισμό που αναπτύχθηκε σε “Μαγούλα”, 3 χλμ. από τη θάλασσα, και σε έκταση περίπου 20 στρεμμάτων. Η θέση του, στα νοτιοδυτικά του Παγασητικού κόλπου, που αποτελούσε την κύρια διέξοδο της Κεντρικής Ελλάδας προς τη θάλασσα, του επέτρεψε την επαφή με τον αιγιακό κόσμο, αλλά και την πεδινή ενδοχώρα. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα 5 οικιστικών μονάδων. Πρόκειται για ορθογώνιες καλύβες με τοιχώματα από πλέγματα καλαμιών ή κλαδιών με ενδιάμεσους ξύλινους πασσάλους, που πατούσαν στο έδαφος ή στηρίζονταν σε κρηπίδα από μικρούς λίθους ή στοιβαχτό πηλό. Υπήρχε διπλή επένδυση από πηλό για στεγανοποίηση. Η στέγη ήταν δικλινής, φτιαγμένη από ξύλινο σκελετό πλεγμένο με καλάμια ή κλαδιά και πιθανόν εξωτερική επάλειψη από πηλό, ενώ το δάπεδο ήταν από πατημένο πηλό ή χώμα. Οι πασσαλότρυπες που βρέθηκαν έξω από τις καλύβες παραπέμπουν στην ύπαρξη στεγασμένων χώρων. Χαρακτηριστικό της κοινωνικής οργάνωσης και των τοπικών μονάδων: πήλινες και λίθινες κατασκευές οικοτεχνικής, τροφοπαρασκευαστικής και αποθηκευτικής δυνατότητας, πήλινες “τράπεζες”, ορθογώνιες και ωοειδείς “θήκες” που πιθανόν χρησιμοποιούνταν ως αποθηκευτικοί ή παρασκευαστικοί χώροι. Πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των κατοίκων αντλούμε από διατροφικά κατάλοιπα (συγκεντρώσεις από οστά ζώων, καρποί δημητριακών, βελανίδια και θαλασσινά όστρεα), τα εργαλεία (χάλκινα δίκοπα εγχειρίδια, οπείς και σμίλες, δύο εγχάρακτοι λίθινοι πελέκεις, λεπίδες από πυριτόλιθο της Πίνδου, πήλινα σφονδύλια, λίθινη σφραγίδα), σημαντικό αριθμό κοσμημάτων (χάντρες και περίαπτα από λίθο, οστό, όστρεα και πηλό, βραχιόλια από Spondylous Gaederopus), καθώς και από τα πολυάριθμα αγγεία. Κυριαρχούν η φιάλη και ο πίθος, ενώ υπάρχουν ακόμη άωτα, κωνικά, στιλβωμένα κύπελλα, πίθοι με ανάγλυφα προσωπεία και εγχάρακτες στιλβωμένες φιάλες των αγγείων (κυρίως των εγχάρακτων) στα τοπικά εργαστήρια παραγωγής και διανομής, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και χρόνο, αλλά και υψηλή εξειδίκευση. Εκεί συναντήσαμε και την εγχάρακτη κεραμική τύπου “Bratislava”. Αβαθείς φιάλες με εγχάρακτη και στικτή διακόσμηση με την εξωτερική επιφάνεια των αγγείων να είναι πολύ καλά στιλβωμένη και φέρει επίχρισμα. Διακοσμείται μόνο η εξωτερική επιφάνεια του αγγείου με ελισσόμενες σπείρες, συνοδευμένες από στικτή διακόσμηση και παραπληρωματικά κοσμήματα (τρίγωνα ενάλληλα). Εγχάρακτη ή στικτή διακόσμηση φερει και το χείλος. Όλα τα διακοσμητικά θέματα πληρούνται με λευκή πάστα. Ο τύπος αυτής της φιάλης έχει εντοπιστεί στα Καρπάθια, τα Βαλκάνια και γενικά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στον Ελλαδικό χώρο εντοπίστηκε στα Δολιάνα Ιωαννίνων, στη μαγούλα Ράχης Παναγιάς της Φθιώτιδας, στο Μεγάλο Νησί Γαλάνης Κοζάνης, στην Πετρομαγούλα Μαγνησίας και στον προϊστορικό οικισμό του κόμβου των Μικροθηβών στη Μαγνησία. Υποθέτουμε ότι η διάδοση του στη Θεσσαλία πραγματοποιήθηκε μέσω Κοσόβου -Ν. Αλβανίας- Ηπείρου ή μέσω Δ. Βουλγαρίας – Μακεδονίας. Ραδιοχρονολόγηση σε δείγμα απανθρακωμένων καρπών βελανιδιάς που βρέθηκαν μαζί με φιάλη τύπου “Bratislava” έδωσε απόλυτη χρονολόγηση 3670 π.Χ (Δημόκριτος).

2. Στον κόμβο του Αερινού ερευνήθηκαν πέντε θολωτοί τάφοι, καθώς και δέκα ολόκληρες και δύο αποσπασματικές οικίες της Πρώιμης και Μέσης εποχής Χαλκού. Κατά τη Πρωτογεωμετρική Εποχή (10ος – 9ος αι. π.Χ.) στις υπώρειες του “Κάστρου Αερινού” γινόταν ταφές που διαταράσσουν τις μυκηναϊκές επιχώσεις και αποτελούν μέρος ενός, αντίστοιχου με το μυκηναϊκό, εκτεταμένου νεκροταφείου με θολωτούς και απλούς λακκοειδείς ή κιβωτιόσχημους τάφους. Τα οικιστικά κατάλοιπα της περιόδου είναι πενιχρά και αφήνουν ερωτηματικά για τη θέση, την έκταση και τη διάταξη του οικισμού. Η έρευνα των ταφών όμως έδωσε πολλά στοιχεία για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, και κυρίως επιβεβαίωσε τη διατήρηση ορισμένων ταφικών συνηθειών όπως της ταφής σε θολωτούς τάφους. Οι λιγοστές ενδείξεις χρήσης του χώρου στην κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο με μεμονωμένες ταφές και αποσπασματικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ίσως πρέπει να προσανατολίσουν στην υπόθεση μιας συρρίκνωσης του οικισμού ή αλλαγής του ρόλου του στην ευρύτερη περιοχή. Στο χώρο που εκτείνεται τμήμα του νεκροταφείου της μυκηναϊκής, πρωτογεωμετρικής και πρώιμης γεωμετρικής εποχής, αναπτύχθηκε νεκροταφείο και στη βυζαντινή περίοδο. Η τελευταία περίοδος δραστηριότητας στον οικισμό του Αερινού είναι η μεταβυζαντινή. Στη Μυκηναϊκή περίοδο και ιδιαίτερα στην Υστεροελλαδική ΙΙΒ και ΙΙΙΑ-Γ (1440 – 1100 π.Χ.) φάση της, η κατοίκηση συνεχίζεται στο ύψωμα “Κάστρο Αερινού” και στις υπώρειες του. Οικίες στον τύπο του “μεγάρου” με ένα ή δύο ορθογώνια δωμάτια που επικοινωνούν με ανοιχτό προθάλαμο και πλευρικούς αποθηκευτικούς ή βοηθητικούς χώρους αναπτύσσονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, κτισμένες με πλιθιά πάνω σε λίθινο θεμέλιο και στέγη με κεράμωση. Οι ασχολίες των κατοίκων, η καθημερινή ζωή, η ιδεολογία και οι σχέσεις τους με άλλες περιοχές φωτίζονται περισσότερο από την πληθώρα των ευρημάτων τόσο από τον οικισμό όσο και από το εκτεταμένο νεκροταφείο με κτιστούς θολωτούς και θαλαμοειδείς, αλλά και απλούς κιβωτιόσχημους και λακκοειδείς τάφους. Με βάση αυτά διαμορφώνεται η εικόνα ενός πολίσματος που ακμάζει την εποχή της “μυκηναϊκής κοινής” και της μεγάλης επέκτασης του Μυκηναϊκού πολιτισμού και συρρικνώνεται σταδιακά προς το τέλος της περιόδου.

3. Στα πλαίσια αναδημιουργίας του ταμιευτήρα της λίμνης Κάρλας (Αρχαίας Βοιβήις) αποκαλύφθηκαν 14 αρχαίοι οικισμοί, που επιβεβαιώνουν μια διαχρονική κατοίκηση από τη Νεότερη Νεολιθική μέχρι και την Ύστερη Ελληνιστική εποχή και αργότερα τη Βυζαντινή εποχή. Στη νοτιοανατολική πλαγιά του βραχώδους υψώματος Κορυφούλα ερευνήθηκε τμήμα οικισμού και νεκροταφείο με μικρούς κτιστούς θολωτούς τάφους της μυκηναϊκής περιόδου, το οποίο θα αναδειχθεί σε επισκέψιμο χώρο. Το νεκροταφείο και ο μυκηναϊκός οικισμός επιβεβαιώνουν τις αρχαίες πηγές για την ύπαρξη μεγάλων πόλεων γύρω από την λίμνη Βοιβηίδα ήδη από την εποχή του Χαλκού. “Οι δε Φεράς ενέμοντο παραί Βοιβηίδα λίμνην, Βοιβήν και Γλαφύρας… των ηρχ’ Αδμήτοιο φίλος πάις ένδεκα νηών Εύμηλος…”. (Ομήρου, Ιλιάδα, Β, 711 – 714.)

4. Στην περιοχή Χλόης – Βελεστίνου διατηρήθηκαν πέντε μικροί κτιστοί θολωτοί τάφοι της Πρωτογεωμετρικής εποχής, τρεις από τους οποίους καλύφθηκαν με τσιμεντένια προστατευτικά στέγαστρα. Επίσης αποκαλύφθηκε λάκκος αποτέφρωσης νεκρών υπομυκηναϊκής εποχής.

5. Στην περιοχή Κόμβου Βελεστίνου και Αγ. Γεωργίου Φερών ερευνήθηκε η Αρχαία οδός Φερών – Παγασών και βρέθηκαν λάκκοι αποτέφρωσης νεκρών ελληνιστικών χρόνων, τμήμα συγκροτήματος κτιρίων ύστερης Κλασικής και Ελληνιστικής εποχής αγροτικού χαρακτήρα και τμήμα αγροικίας ελληνιστικών χρόνων και αγροικία Ρωμαϊκών χρόνων (2ου – 3ου αι. μ.Χ.). Η αρχαία πόλη των Φερών, μια από τις σημαντικότερες της Θεσσαλίας και με συνεχή ιστορική εξέλιξη τριών χιλιάδων και πλέον ετών (3.000 π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.), βρισκόταν στη θέση της σημερινής πόλης του Βελεστίνου, πάνω στο σταυροδρόμι κυρίων οδικών αξόνων. Στην περιοχή του οικισμού του Βελεστίνου, που άνηκε στη “χώρα” των Φερών, ανασκάφηκε νεκροταφείο Πρωτογεωμετρικής – Γεωμετρικής εποχής (10ου – 8ου αι. π.Χ.) με μικρούς θολωτούς τάφους που περιείχαν πλουσιότατα κτερίσματα.

6. Στη πεδιάδα Σούρπης – Αλμυρού αποκαλύφθηκε το δυτικό τείχος της Ελληνιστικής πόλης Άλου και στη θέση Βουλοκαλύβα αποκαλύφθηκε νεκροταφείο και ταφικός τύμβος γεωμετρικών χρόνων.

7. Στην περιφερειακή οδό Βόλου αποκαλύφθηκε μεγάλος θολωτός τάφος μυκηναϊκών χρόνων που πρόκειται για ένα σημαντικό μνημείο της ταφικής αρχιτεκτονικής.

 

 

ΔΩΡΕΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ Α. ΜΠΑΣΤΗ (αίθουσα 3)

Την αίθουσα των ανασκαφών των μεγάλων έργων ακολουθεί η αίθουσα με τη δωρεά συλλογής του Αγγέλου Μπάστη (αίθ. 3). Εκτίθεται μέρος από την ιδιωτική συλλογή του Βολιώτη συλλέκτη που αριθμεί 2.500 αντικείμενα της προϊστορικής περιόδου από το θεσσαλικό χώρο και δωρίστηκε το 1994 στο Αθανασάκειο Μουσείο. Πρόκειται για επιφανειακά ευρήματα από τις νεολιθικές μαγούλες, τα οποία περισυλλέχτηκαν από τον ίδιο το συλλέκτη κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων. Η συλλογή περιλαμβάνει αντικείμενα από όλο το φάσμα των κινητών ευρημάτων που χαρακτηρίζουν την νεολιθική εποχή, όπως ειδώλια, εργαλεία και κοσμήματα. Τα ευρήματα αυτά παρουσιάζονται μαζί με ενημερωτικά κείμενα εκπαιδευτικού χαρακτήρα, που υποβοηθούν τον επισκέπτη να αποκωδικοποιήσει τους συμβολισμούς που αυτά τα αντικείμενα φέρουν, καθώς ουσιαστικά αποτέλεσαν ένα μέσο έκφρασης των νεολιθικών ανθρώπων.
Μία κατηγορία αντικειμένων που μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για να κατανοήσουμε τους νεολιθικούς ανθρώπους, το πώς αντιλήφθηκαν τον κόσμο τους και δόμησαν τις σχέσεις τους, είναι τα ειδώλια, που εκπροσωπούνται στην έκθεση από ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο. Τα ειδώλια από πέτρα, πηλό, μέταλλο και κόκαλο, συχνά με γραπτή και εγχάρακτη διακόσμηση απεικονίζουν την ανθρώπινη μορφή και κυρίως τη γυναίκα. Εκτός από τα ανθρώπινα ειδώλια, εκτίθενται και ειδώλια ζώων, καθώς και αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Αποτελούν συμβολικές αναπαραστάσεις που δηλώνουν τη διάθεση των ανθρώπων να απεικονίσουν τις δυνάμεις που είναι σημαντικές για την επιβίωση της κοινότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Τα νεολιθικά κοσμήματα (βραχιόλια, δαχτυλίδια, «ενώτια», «κουμπιά», χάντρες) κατασκευάζονται κυρίως από πέτρα, πηλό και όστρεο, ενώ προς το τέλος της εποχής χρησιμοποιούνται και τα μέταλλα, ο χρυσός, ο άργυρος και ο χαλκός. Η λειτουργία τους είναι πολλαπλή, καθώς άλλοτε αποτελούν απλά διακοσμητικά αντικείμενα, άλλοτε προϊόντα που διακινούνται σε δίκτυα ανταλλαγών, ενώ άλλοτε φορτίζονται με συμβολισμούς «κοινωνικού γοήτρου». Έτσι, πολλά από αυτά τα αντικείμενα εκτός από την αξία χρήσης τους εμπεριέχουν και επικοινωνιακή αξία ορίζοντας τον κατασκευαστή και τον χρήστη.

Τα εργαλεία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής των προϊστορικών ομάδων που η οικονομία τους βασιζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πρόκειται για τρία βασικά εργαλειακά σύνολα που αλληλοσυμπληρώνονται στις διάφορες τεχνικές δραστηριότητες και πληροφορούν για τις εργασίες παραγωγής και τους μηχανισμούς διαχείρισης και διακίνησης των πρώτων υλών. Η λάξευση των πετρωμάτων με οστεοειδή θραύση, όπως του οψιανός και του πυριτόλιθος δίνει ένα μεγάλο φάσμα αποκρουσμένων εργαλείων για κοπτικές κυρίως δραστηριότητες. Τα εργαλεία από λειασμένο λίθο έχουν ως πρώτη ύλη λεπτόκοκκα πετρώματα και κατασκευάζονται με σφυροκόπηση και κατόπιν λείανση της επιφάνειας τους. Τέλος, η κατεργασία του οστού και του ελαφοκέρατος δίνει οστέινα εργαλεία προοριζόμενα για την κατεργασία των δερμάτων, την καλαθοπλεκτική και την υφαντική, ενώ τα ενδιάμεσα κομμάτια από ελαφόκερας χρησιμοποιήθηκαν για τις στειλεώσεις των λειασμένων λίθινων εργαλείων.

Η έκθεση των αντικειμένων της συλλογής αυτής, δίπλα στην αίθουσα 3, όπου υπάρχει η κύρια έκθεση για το Νεολιθικό Πολιτισμό, λειτουργεί συμπληρωματικά και τονίζει την ποικιλομορφία του νεολιθικού πολιτισμού, αλλά και τη σημαντική διασπορά του συγκεκριμένου υλικού στον ευρύ γεωγραφικό χώρο της Θεσσαλίας.

ΑΙΘΟΥΣΑ Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ – ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ (αίθουσα 4)

Την αίθουσα Μπάστη ακολουθεί η κύρια έκθεση του Μουσείου για το Νεολιθικό Πολιτισμό (αιθ. 4), που δημιουργήθηκε το 1975-1976 από τον τότε Επιμελητή Αρχαιοτήτων Γ. Χ. Χουρμουζιάδη. 0 Γ. Χ. Χουρμουζιάδης πραγματοποίησε την έκθεση με βασικό σκοπό τη διδακτική πληροφόρηση του επισκέπτη, υλοποιώντας την άποψη του ότι το Μουσείο δεν πρέπει να περιορίζεται στο ρόλο του ως μουσείο της αρχαίας τέχνης, αλλά πρέπει να ξεπεράσει τον καθαρά αισθητικό του χαρακτήρα και να αποτελέσει κυρίως μουσείο της Ιστορίας του Πολιτισμού. Τα αρχαία αντικείμενα παρουσιάστηκαν έτσι ώστε να διαφαίνεται πίσω από αυτά ο άνθρωπος-δημιουργός, καθώς πρόκειται για προϊόντα μιας ανθρώπινης κοινωνίας, που μέσα από συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες τα κατασκεύασε στην προσπάθεια της να επιβιώσει. Για το λόγο αυτό, τα αντικείμενα εκτίθενται ελεύθερα μέσα σε κόγχες και ράφια, που διαμορφώθηκαν με υλικά διαδεδομένα στο περιβάλλον της νεολιθικής περιόδου, όπως το ξύλο, η λινάτσα, η πέτρα και ο πηλός.
Έτσι, οι καθημερινές ασχολίες του νεολιθικού ανθρώπου ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του επισκέπτη, ο οποίος αποκτά ένα πιο ενεργό ρόλο, καθώς καλείται να ανιχνεύσει και να αναπλάσει τις πληροφορίες. Αυτός ο πρωτοποριακός για την εποχή του σχεδιασμός της έκθεσης στη συγκεκριμένη αίθουσα, αν και έχει σήμερα ηλικία τριάντα περίπου χρόνων, αποτελεί ένα επιτυχημένο εγχείρημα οργάνωσης μουσείου, καθώς προσφέρει πολλές δυνατότητες δραστηριοτήτων εκπαιδευτικού χαρακτήρα.
Η έκθεση διατηρήθηκε αναλλοίωτη με μικρές παρεμβάσεις, καθώς αποτελεί δείγμα μιας εκθετικής πρακτικής, πρωτοποριακής για τη εποχή της που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να παρέχει μια ολοκληρωμένη άποψη για τη νεολιθική εποχή με τρόπο άμεσα κατανοητό στο ευρύ κοινό. Στα πλαίσια της ανακαίνισης ανανεώθηκαν οι προθήκες και αντικαταστάθηκε ο φωτισμός και ο χρωματισμός της αίθουσας εφαρμόζοντας σύγχρονες τεχνολογικά δυνατότητες.

Η έκθεση παρουσιάζει τα υλικά κατάλοιπα του νεολιθικού πολιτισμού από γνωστές θέσεις του θεσσαλικού χώρου, όπως αγγεία, εργαλείο, ειδώλια, σφραγίδες και κοσμήματα. Τα αντικείμενα εκτίθενται σε τρεις βασικές θεματικές ενότητες που οργανώνονται ως μικρο περιοχές μέσα στο χώρο της έκθεσης και αναφέρονται σε διάφορες δραστηριότητες του νεολιθικού ανθρώπου.

Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στην οργάνωση και χρήση του χώρου, όπως παρουσιάζεται μέσα από νεολιθικά ομοιώματα σπιτιών και υπολείμματα οικοδομικών υλικών (πλιθιά, ξύλινα δοκάρια). Στον ίδιο χώρο βρίσκεται αναπαράσταση στρωματογραφίας σε φυσικό μέγεθος και με φυσικά υλικά από το νεολιθικό οικισμό του Σέσκλου, μέσα από την οποία μπορεί κανείς να διακρίνει οικιστικά στρώματα διαχρονικά.
Η οικονομία, δεύτερος κατά σειρά θεματικός άξονας της έκθεσης, αφορά τη γεωργία και την κτηνοτροφία, που αποτελούσαν τις κύριες βιοποριστικές πηγές της περιόδου. Η προσπάθεια των νεολιθικών ανθρώπων να διαχειριστούν το περιβάλλον ως πηγή των πρώτων υλών και να εξασφαλίσουν την τροφή τους οδήγησε στην ευρεία χρήση εργαλείων που κατασκευάζονταν από οστό ή από απομακρυσμένο ή λειασμένο λίθο που στειλεωνόταν συχνά σε κέρατο. Η κατασκευή και η χρήση των εργαλείων εντάσσεται στην τεχνολογική εξέλιξη τους, που καλύπτει όλη τη Νεολιθική περίοδο και συνεχίζεται ακόμα και μετά την εμφάνιση των πρώτων μετάλλων. Ο χαρακτήρας της νεολιθικής οικονομίας αντανακλάται και στα ζωόμορφα ειδώλια, ευρήματα πολύ συχνά στους οικιακούς χώρους των οικισμών. Απεικονίζουν με σχηματική μορφή ζώα εξημερωμένα, όπως αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίρους και σκυλιά, ενώ σπανιότερα προτιμώνται τα άγρια ζώα, όπως η αρκούδα και το ελάφι. Οι διατροφικές επιλογές των νεολιθικών ομάδων παρουσιάζονται μέσα από τους απανθρακωμένους σπόρους και καρπούς, τα όστρεα, τους σπονδύλους ψαριών και τα οστά άγριων και εξημερωμένων ζώων. Μεγάλο κομμάτι της ενότητας καταλαμβάνουν τα πήλινα αγγεία, προϊόντα της αγγειοπλαστικής της περιόδου. Η ποικιλία των σχημάτων και της διακόσμησης των αγγείων που παρουσιάζονται στην έκθεση καλύπτει ολόκληρη την χρονική περίοδο της νεολιθικής παρουσιάζοντας τις επιμέρους φάσεις της. Στα σύνθετα γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα που ζωγραφίζονται ή χαράσσονται στα αγγεία μπορούν να ανιχνευτούν οι κώδικες της συμβολικής και αφηρημένης σκέψης των νεολιθικών ανθρώπων.
Η ιδεολογία του νεολιθικού κόσμου παρουσιάζεται στην τρίτη ενότητα μέσα από τα ειδώλια, τις σφραγίδες και τα κοσμήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ειδώλια, καθώς απεικονίζουν την ανθρώπινη μορφή άλλοτε με ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος και άλλοτε σχηματικά. Συχνά δηλώνεται η κόμμωση και πιο σπάνια τα κοσμήματα και η ενδυμασία, αφού συνήθως τα ειδώλια παριστάνονται γυμνά. Σε μερικές περιπτώσεις αναπαριστώνται μορφές που κρατούν μωρό ή κάποιο αντικείμενο ή που κάνουν κάποια δραστηριότητα. Η ανεξάντλητη ποικιλομορφία των νεολιθικών ειδωλίων δείχνει τη μεγάλη ανάγκη των νεολιθικών ανθρώπων να εκφραστούν. Η κυρίαρχη προτίμηση στη γυναικεία μορφή με τονισμένα τα ανατομικά χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής υποδηλώνει τον ενεργό ρόλο της γυναίκας στη διαχείριση του σπιτιού, αλλά και τη συμβολή της σε σημαντικούς τομείς της παραγωγής. Στο συμβολικό σύστημα αξιών των νεολιθικών ανθρώπων αντανακλάται η αναγνώριση της δύναμης της γυναίκας που αποτελούσε το αρχέτυπο, στο οποίο εμπεριέχονταν πολλές από τις μεταφυσικές δυνάμεις που προστάτευαν τη γεωργία και την εξασφάλιση της ευημερίας του νεολιθικού νοικοκυριού και της κοινότητας.

Στην ίδια ενότητα παρουσιάζονται τα νεολιθικά κοσμήματα: βραχιόλια κατασκευασμένα κυρίως από όστρεο Spondylus gaederopus, δαχτυλίδια, «ενώτια», «κουμπιά» που πιθανόν ράβονταν ως διακοσμητικά, χάντρες, πόρπες ζωνών, όπως επιβεβαιώνεται σε ανάλογες παραστάσεις ειδωλίων. Υπάρχουν και άλλα απλά κοσμήματα από βότσαλα, όστρεα και δισκάρια χωρίς τρύπα ανάρτησης καθώς και εκείνα που αναπαριστούν ανθρώπους, ζώα και καρπούς. Τα κοσμήματα από Spondylus gaederopus, φορτίζονται με συμβολισμούς «κοινωνικού γοήτρου» και η αυξημένη κυκλοφορία τους σχετίζεται με τις ανερχόμενες κοινωνικές ιεραρχίες. Η ταύτιση του οστρέου των αντικειμένων αυτών δείχνει ότι η πρώτη ύλη προερχόταν από το Αιγαίο, ενώ τα βραχιόλια από Spondylus gaederopus διακινήθηκαν έως τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη μέσω δικτύων ανταλλαγών. Ο οικισμός του Διμηνιό, αποτελούσε ένα κέντρο παραγωγής τέτοιων κοσμημάτων στην οποία συμμετείχαν ολόκληρα νοικοκυριά με εξειδικευμένη κατανομή εργασίας.

 

ΓΡΑΠΤΕΣ ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ (αίθουσα 5)

Η αίθουσα αριστερά της κυρίως εισόδου είναι αφιερωμένη στην αρχαία πόλη της Μαγνησίας, τη Δημητριάδα. Η Δημήτριος ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή, ο οποίος ανακηρύχθηκε από το μακεδονικό στρατό βασιλεύς των Μακεδόνων το 294 π.Χ. και είχε υπό την επιρροή του το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδος. Πα την καλύτερη διοίκηση του κράτους του, επειδή η μακεδονική πρωτεύουσα Πέλλα βρισκόταν μακριά από την Αθήνα και γενικά τη νότια Ελλάδα, όπου δεν ήταν αποδεκτή η μακεδονική κυριαρχία, ίδρυσε νέα πρωτεύουσα, τη Δημητριάδα.

Η Δημήτριος ως το 167 π.Χ. αποτέλεσε έδρα των Μακεδόνων βασιλέων της δυναστείας των Αντιγονιδών, Βάση στρατιωτική και ναύσταθμο, αλλά και μεγάλο διεθνές εμπορικό λιμάνι, όπου συγκεντρώθηκε πληθυσμός όχι μόνο από κοντινές πόλεις αλλά από όλο τον ελλαδικό χώρο (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Ακαρνανία) και από τον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου (νησιά Αιγαίου, Κρήτη, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, Αίγυπτο, Κυρηναϊκή), όπως αποδεικνύουν οι επιγραφές των επιτύμβιων στηλών, τα νομίσματα και οι ενσφράγιστες λαβές αμφορέων. Από τον 1ο αι. π.Χ. η Δημήτριος συρρικνώνεται εδαφικά, αλλά και στους αυτοκρατορικούς χρόνους εξακολουθεί να παραμένει η πρωτεύουσα του Κοινού των Μαγνητών. Στα τέλη του 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ. ο Διοκλητιανός κατέλυσε τα Κοινά των Θεσσαλών και των Μαγνητών. Η Δημητριάς έγινε έδρα Επισκοπής επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και εγκαταλείφθηκε σταδιακά ως τα τέλη του 5ου αι. μ.Χ.
Οι γραπτές επιτύμβιες στήλες από τα νεκροταφεία της Δημητριάδος παρουσιάζονται στην έκθεση κατά θεματικές ομάδες. Οι γραπτές επιτύμβιες στήλες, αποτελούν αυθεντικά μνημεία που παραπέμπουν στις κατακτήσεις της μεγάλης ζωγραφικής. Βρέθηκαν 1906-07 από τον Α. Αρβανιτόπουλο εντοιχισμένες σε πύργους του τείχους της Δημητριάδος, καλυμμένες από πλίνθους της ανωδομής των πύργων, οποίες συνετέλεσαν στη διατήρηση των χρωμάτων τους.

Οι γραπτές παραστάσεις των επιτύμβιων στηλών της Δημητριάδος είναι από τα ελάχιστα σωζόμενα δείγματα ζωγραφικής των ελληνιστικών χρόνων. Η χρήση του χρώματος για τη διακόσμηση των στηλών δεν αποτελούσε δείγμα πλούτου ή πολυτέλειας. Ήταν πιο εύκολη και φτηνή εργασία σε σύγκριση με τη γλυπτική. Πάνω στο λευκό μάρμαρο, χωρίς καμιά επεξεργασία της επιφάνειας του λίθου, τοποθετούνταν τα χρώματα. Αρχικά, με πινέλο, γινόταν ένα σχέδιο με μαύρο χρώμα που προσδιόριζε όλες τις λεπτομέρειες της παράστασης. Ακολουθούσε το γέμισμα της επιφάνειας με χρώματα, χρησιμοποιώντας Βούρτσα, με χρώμα ομοιόμορφο και σε μέτριο τόνο. Τέλος, προσέθεταν τα πιο σκούρα η λαμπερά χρώματα για την απόδοση φωτοσκιάσεων. Χημικές αναλύσεις των χρωμάτων διευκρίνισαν την προέλευση τους. Τα χρώματα που ανιχνεύθηκαν είναι το αιγυπτιακό μπλε, το κόκκινο, το μαύρο, το λευκό, η ώχρα και το πρωτοξείδιο του μολύβδου, κίτρινου ή υπέρυθρου χρώματος. 

Οι στήλες φέρουν επιγραφές που δίνουν πληροφορίες το όνομα του νεκρού, την καταγωγή του και υποδηλώνουν μερικές φορές την οικογενειακή του κατάσταση. Σε μερικές στήλες υπάρχουν και επιγράμματα που αναφέρονται στις συνθήκες θανάτου και στις αρετές του θανόντος. Στις παραστάσεις των στηλών, ο νεκρός απεικονίζεται σε δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, όρθιος ή καθιστός σε δεξίωση με άλλο πρόσωπο, ανακεκλιμένος σε ανάκλιντρο για το δείπνο, παίζοντας με το σκύλο του και ακολουθούμενος από το δούλο του, οι στρατιωτικοί με τα όπλα τους κ.ο.κ. Οι εικόνες ολοκληρώνονταν με την προσθήκη διακοσμητικών στοιχείων -τοπίων, δωματίων, βράχων, δέντρων- που δηλώνουν το περιβάλλον. Υπάρχουν και στήλες διακοσμημένες μόνο με δύο ανάγλυφους ρόδακες και γραπτή κόκκινη ταινία. Κάτω από την κύρια παράσταση, σε όλες σχεδόν τις στήλες, εικονίζεται γραπτή Ερμαϊκή στήλη που επιστέφεται με κεφαλή του θεού Ερμή. Η απεικόνιση της Ερμαϊκής στήλης εκφράζει επίκληση του νεκρού προς τον χθόνιο Ερμή, για να εξασφαλίσει την ευμενή αντιμετώπιση του στον Κάτω Κόσμο.
Μεγάλη ποικιλία παρουσιάζουν και τα κτερίσματα από τα νεκροταφεία της Δημητριάδος, όπου έχουν εντοπιστεί αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αγγεία πήλινα και μολύβδινα, που διατηρούν οργανικά υλικά κοσμετολογίας, αλλά και πολυτελή αντικείμενα, σύμβολα επίδειξης πλούτου.
Ο σημαντικός ρόλος της πόλης στον οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό τομέα αποδεικνύεται από τη νομισματική κυκλοφορία. Νομίσματα χάλκινα και ασημένια του τοπικού νομισματοκοπείου, αλλά και κοπές θεσσαλικές, ρωμαϊκές, καθώς και πιο απομακρυσμένων περιοχών, εντοπίζονται κατά τις ανασκαφές στη Δημητριάδα διευρύνοντας τις γνώσεις μας για τη ζωή της πόλης. Σημαντικές πληροφορίες για την εμπορική δραστηριότητα στη Δημητριάδα δίνουν οι ενσφράγιστες λαβές των αμφορέων, που εισάγονταν από τη Θάσο, αλλά και από τη Ρόδο, την Κνίδο, τη Σινώπη και τη Μακεδονία. Όλες οι λαβές χρονολογούνται στα χρόνια της ακμής της Μακεδόνικης δυναστείας στη Δημητριάδα, από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ως τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. 

ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΣΩΘΕΙ

Οι περισσότερες στήλες συνοδεύονται με ένα κείμενο σχετικό με τον θανόντα. Η επιγραφή περιλαμβάνει το όνομα του νεκρού, την καταγωγή του και υποδηλώνει μερικές φορές την οικογενειακή του κατάσταση. Σε μερικές στήλες υπάρχουν και επιγράμματα που αναφέρονται στις συνθήκες θανάτου και στις αρετές του θανόντος. Μερικά δείγματα επιτύμβιων στηλών με τα συνοδευόμενα κείμενα τους, είναι τα εξής:

1) ΑΝΤΙΓΕΝΗΣ ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΙΜΟΥ
“Στα νησιά των Μακάρων μ’ έστειλε πριν από λίγο ο Μίνως, αφού δέχτηκα θανατηφόρα τραύματα στο κεφάλι και το σώμα μου κατατρυπήθηκε από δόρατα, τη στιγμή που η Ενυώ (η θεά του πολέμου) στην πεζομαχία κατά των Αιτωλών παρότρυνε εμένα τον Αντιγένη. Η οικογένεια μου, η παλιά μεταξύ των Μαγνήτων και η ευδαίμων πατρίδα μου, η πόλη της Δημητριάδος δεν με έκλαψε, εμένα το γνήσιο γιο του Σωτίμου, ούτε η μητέρα μου η Σωσώ. Γιατί δεν πήγα με γυναικεία ψυχή εναντίον των αντιπάλων αλλά ενώ έσωζα το λόχο των εφήβων – που γνωρίζει καλά αυτά που λέω – και ενώ πολεμούσα υπέρ του Διός (Ακραίου) και υπέρ του οπλιτικού πολεμικού μου αυλού και υπερασπιζόμουν τη μνήμη του Μεγάλου Αλεξάνδρου του οποίου το θάρρος ήταν μεγάλο, σκέπασα με το σώμα μου το χώμα των Φθιωτίδων Θηβών.”

2) ΑΝΤΙΜΑΧΟΣ (3ος – 2ος αι. π.Χ.)
“Την ψυχή του, αυτή που εγκατέλειψε το σώμα, καλά τη γνωρίσαμε. Αυτά εδώ όμως τα κόκαλα έμειναν εδώ, ως θλιβερή φροντίδα για τη μητέρα και την αδελφή του.”

3)ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ
“Το φυτό που κοσμεί ανάγλυφα τη στήλη του Απολλοδώρου απαντάται για πρώτη φορά στις στήλες της Δημητριάδας. Τα στενά του φύλλα και οι στρογγυλοί καρποί μαύρου χρώματος ομοιάζουν με φυτό “θυμελαία” (Διοσκουρίδης, Περί Ύλης Ιατρικής, φ.38) ή το “πολύγονον άρρεν” (Διοσκουρίδης, Περί Ύλης Ιατρικής, φ.121), φυτά με ιαματικές ιδιότητες. Η απεικόνιση ενός ιαματικού φυτού σε συνδυασμό με την επιγραφή όπου αναφέρεται ο τόπος καταγωγής του νεκρού (Καλχηδών), οδηγεί στην υπόθεση ότι η στήλη πιθανότατα ανήκε σε ιατρό.”

4) ΕΠΙΤΥΜΒΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΙΑΤΡΩΝ
Στις επιγραφές των τριών επιτύμβιων στηλών από την Δημητριάδα αναφέρεται ως τόπος καταγωγής των νεκρών η Κως και η Χαλκηδών (Καλχηδών) της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία, πόλεις που σχετίζονται με την άσκηση της Ιατρικής επιστήμης. Ο Ηρόφιλος από την Χαλκηδόνα και ο Ερασίστρατος ήταν οι δύο μεγάλοι ιατροί των αρχών της Ελληνιστικής εποχής. Ο Ηρόφιλος γεννήθηκε το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. και άκμασε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Διδάχτηκε την Ιατρική από τον Πραξαγόρα τον Κώο και θεωρείται πατέρας της Ανατομίας.

5) ΗΔΙΣΤΗ (3ος – 2ος αι. π.Χ.)
“Λυπηρό νήμα ξετύλιξαν από τα αδράχτια τους οι Μοίρες για την Ηδίστη, όταν νεόνυμφη αντιμετώπισε τις ωδίνες του τοκετού. Δυστυχισμένη, διότι δεν επρόκειτο να αγκαλιάσει το παιδί της ούτε να ποτίσει τα χείλη του βρέφους με τους μαστούς της. Μόλις αυτό είδε το φως του ήλιου, η Τύχη επέπεσε με σκληρότητα σ’ αυτούς τους δυο και έσυρε σε ένα τύμβο, μητέρα και παιδί.”

6) ΑΡΧΙΔΙΚΗ (3ος – 2ος αι. π.Χ)
“Εάν εσύ Ραδάμανθυ ή εσύ Μίνω, έχεις κρίνει και άλλη γυναίκα ως χρηστή, κρίνε και αυτή εδώ την κόρη του Αριστομάχου. Να την οδηγήσετε στα νησιά των Μακάρων, γιατί ήταν ευσεβής και δίκαιη. Η Τυλισός, πόλη της Κρήτης, την ανέθρεψε και αυτή εδώ η Γη τώρα την περιβάλλει. Η μοίρα σου, Αρχιδίκη, σε κατέταξε ανάμεσα στους αθανάτους.”

7) ΙΑΣΩΝΑΣ (3ος – 2ος αι. π.Χ.)
Έμποροι από τη Φοινίκη δραστηριοποιούνταν στη Δημητριάδα. Από την πόλη Ασκάλων της Ιουδαίας κατάγονταν ο Ιάσων ο γιος του Αντιπάτρου, αλλά και ο Διοκλής. Άλλοι, κατάγονται από άλλες πόλεις της Φοινίκης, όπως η Σιδώνα, η Τύρος, η Γάζα και η Άραδος. Σε ορισμένες στήλες υπάρχει δίγλωσση επιγραφή στα ελληνικά και στα φοινικικά.

ΧΘΟΝΙΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ – ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ ΤΑΦΩΝ (αίθουσα 6)

Η επόμενη αίθουσα, που αποτελεί προθάλαμο της επόμενης αίθουσας των ταφικών εθίμων, παρουσιάζει τις χθόνιες θεότητες που λατρεύονταν στη Μαγνησία κατά τα ύστερα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια και συνδέθηκαν με το θάνατο και τη μετά θάνατον ζωή (αίθ. 6). Οι θεότητες αυτές εμφανίστηκαν, όταν η λατρεία των Ολύμπιων θεών υποχώρησε και αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις θεότητες της Αιγύπτου και της Μικράς Ασίας. Οι μυστηριακές λατρείες της Ανατολής κάλυπταν τις ψυχικές ανάγκες των ανθρώπων που προσδοκούσαν από τους θεούς τους, να συμπάσχουν στον πόνο τους, να συμμερίζονται τα πάθη τους και να τους παρηγορούν.
Οι χθόνιες, μειλίχιες θεότητες που λατρεύονταν στη Δημητριάδα απεικονίζονται σε πήλινα ειδώλια και σε μαρμάρινες ή πήλινες προτομές, ενώ τα ονόματα τους αναφέρονται σε αναθηματικές στήλες. Πρόκειται για την Αφροδίτη, το Διόνυσο, το Δία, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη, την Εννοδία και τον Ερμή. Η Πασικράτα, επίσης, ήταν τοπική χθόνια θεότητα, της οποίας το ιερό υπήρχε μέσα στο νότιο νεκροταφείο της Δημητριάδος. Στο ιερό της Πασικράτας, που ταυτιζόταν και με την Αφροδίτη, συλλατρευόταν και η Εννοδία Πατρώα, η θεσσαλική θεά του Κάτω Κόσμου που σχετίζεται με τη χθόνια λατρεία και τη μαγεία. Η Εννοδία ενώθηκε με άλλες θεότητες, κυρίως με την Αρτέμιδα και την Εκάτη.
Η Εννοδία λατρευόταν στις αρχαίες Φερές σε ένα μικρό ιερό, από όπου προέρχονται πήλινα ειδώλια και άλλα αφιερώματα που συμβολίζουν τη χθόνια λατρεία. Παρόμοια αφιερώματα χθόνιου χαρακτήρα έχουν εντοπιστεί και σε οικιακά ιερά, ενώ ένα σπάνιο χρυσό ορφικό έλασμα, κτέρισμα σε τάφο κλασικής εποχής, μνημονεύει τις μυστικές λέξεις της μύησης που επιτρέπουν στο νεκρό να εισέλθει στον παράδεισο. Η ορφική λατρεία με χαρακτήρα μυστηριακό και μυστικιστικές τελετουργίες βρήκε
μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα, καθώς υποσχόταν μια καλύτερη μετά θάνατον ζωή.
Ένα εντυπωσιακό σύνολο με χρυσά κοσμήματα που βρέθηκαν σε θολωτούς τάφους ελληνιστικής περιόδου από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας παρουσιάζει την πολυτελή κτέριση των νεκρών κάνοντας μια εισαγωγή για το θέμα της επόμενης αίθουσας (αίθ. 7) που είναι τα ταφικά έθιμα.

 

ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ (αίθουσα 7)

Τα αρχαία αντικείμενα που εκτίθενται στην αίθουσα 7 έχουν σκοπό να δώσουν μία εκτενή περιγραφή των ταφικών εθίμων στις διάφορες πολιτιστικές περιόδους της αρχαιότητας.
Η στάση των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο και στη μεταθανάτια ζωή ήταν πάντοτε ένα ενδιαφέρον θέμα. 0 σεβασμός απέναντι στους νεκρούς ήταν μία κοινή τάση και δεν υπήρχαν σημαντικές παρεκκλίσεις κατά την τήρηση των ταφικών εθίμων σε όλη την αρχαιότητα.
Οι ταφές παρουσιάζονται σε αναπαράσταση, έχοντας διατηρήσει στο εσωτερικό τους σκελετούς και τα αφιερώματα στο νεκρό, δηλαδή τα κτερίσματα, και αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα των πρακτικών ταφής των νεκρών στη Θεσσαλία. Η κατάργηση των βιτρινών, η παράθεση σχεδίων τάφων και οι αναπαραστάσεις των πρακτικών ταφής συμβάλλουν σε μία γόνιμη επικοινωνία μεταξύ του επισκέπτη και του αρχαιολογικού εκθέματος.
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος ταφής στην αρχαιότητα ήταν ο ενταφιασμός. Η καύση απαιτούσε μεγάλη διαδικασία και δαπάνη, ενώ ο εγχυτρισμός, η ταφή δηλαδή μέσα σε αγγεία, δεν συνηθιζόταν πολύ. Τα νεκροταφεία βρίσκονταν εκτός των οικισμών και δρόμοι ή μονοπάτια οδηγούσαν σ’ αυτά. Το έδαφος καθόριζε τη διάταξη των τάφων σε σειρές, ή σε ομάδες, προφανώς συγγενικές και ενίοτε οριοθετούνταν από λίθινο περίβολο. Τα παιδιά θάβονταν συνήθως πλησίον των σπιτιών του οικισμού.
Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, οι χαρακτηριστικοί μνημειώδεις θολωτοί τάφοι, όπως αυτοί του Διμηνίου, αλλά και λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι περιείχαν τον νεκρό και την οικογένεια του. Την ίδια εποχή, οι κιβωτιόσχημοι τάφοι σκαμμένοι στη γη και επενδεδυμένοι με πλάκες ή κτισμένοι με μικρές πέτρες, περιείχαν ατομικούς ενταφιασμούς. Οι απλούστεροι λακκοειδείς τάφοι, που απαντούν την εποχή αυτή, αποτελούν ένα τύπο πολύ κοινό και γνωστό ήδη από την Μέση Εποχή του Χαλκού.
Στην εποχή του Σιδήρου οι ενταφιασμοί δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερους νεωτερισμούς. Η πρακτική της καύσης του νεκρού, η οποία ήταν ήδη γνωστή από την Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία, κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο (12ος-11ος αι. π.Χ.) επικρατεί σταδιακά και καθιερώνεται σα συνήθεια για τους ενήλικες κατά την Εποχή του Σιδήρου (10ος – 8ος αι. π.Χ.). Ο συνήθης χώρος της καύσης του νεκρού ήταν ένας λιθοπερίκλειστος λάκκος, που περιείχε τα αποτεφρωμένα λείψανα, τις προσφορές και τα κτερίσματα, τα οποία πολλές φορές συγκεντρώνονταν μέσα σε τεφροδόχα αγγεία. Κατά την Κλασική περίοδο ο τρόπος ταφής αποτελούσε προσωπική επιλογή και οι νεκροί συνήθως ενταφιάζονταν και σπανιότερα καίγονταν. 

Τα κτερίσματα που χρησιμοποιούνταν στις ταφικές τελετές και κυρίως τα αγγεία συνδέονταν με προσφορές τροφών και ποτών στο νεκρό, ενώ κοσμήματα και άλλα μικροαντικείμενα ερμηνεύονται σαν προσωπικά αντικείμενα του νεκρού. Οι καθιερωμένες προσφορές στους νεκρούς, κατά την τρίτη μέρα (τα τρίτα) ή την ένατη (τα ένατα), τοποθετούνταν μέσα ή και έξω γύρω από τον τάφο, σε αποθέτες ή σε λάκκους.
Οι τάφοι σηματοδοτούνταν με χωμάτινο τύμβο, με υπερμεγέθη πήλινα ή μαρμάρινα αγγεία, με επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφη ή γραπτή αφηγηματική διακόσμηση καθώς και αγάλματα.

 

 

ΑΙΘΟΥΣΑ Δ.Ρ. ΘΕΟΧΑΡΗ – Αγώνες και αθλήματα στην αρχαία Θεσσαλία (αίθουσα 8)

Τέλος, η αίθουσα στο ισόγειο του νέου κτηρίου του Μουσείου Βόλου (αίθ. 8) φιλοξενεί την περιοδική έκθεση με τίτλο «Αγώνες και αθλήματα στην αρχαία Θεσσαλία», που θα διαρκέσει ένα έτος. Η πρόσβαση στην αίθουσα πραγματοποιείται μέσω του προθαλάμου (χώρος υποδοχής των επισκεπτών) του παλαιού νεοκλασικού κτηρίου. Αφορμή για την πραγματοποίηση της έκθεσης αποτέλεσε η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στη χώρα μας και ο ορισμός του Βόλου ως Ολυμπιακής πόλης.
Στόχος της έκθεσης είναι να σκιαγραφήσει τη σχέση των αρχαίων Θεσσαλών με τον αθλητισμό και να δώσει την ευκαιρία στο ευρύ κοινό, αλλά και τους ειδικούς, να γνωρίσουν μια πτυχή του αρχαίου πολιτισμού της περιοχής, που μέχρι τώρα δεν είχε τύχει ιδιαίτερης προσοχής. Στην έκθεση, παρουσιάζονται όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες και τα ευρήματα σχετικά με τη διεξαγωγή αγώνων (αθλητικών και μουσικών) στη Θεσσαλία, από την εμφάνιση τους στους μύθους της περιοχής μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα. Έμφαση δίνεται στην προβολή αγώνων θεσσαλικού χαρακτήρα, όπως τα ταυροθήρια και οι διάφοροι αγώνες ιππικής δεξιοτεχνίας, οι οποίοι σχετίζονταν άμεσα με την κοινωνική δομή της περιοχής και την αγροτικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα βάση της οικονομίας της. Παράλληλα, π έκθεση εξετάζει τη συμμετοχή των Θεσσαλών αθλητών στους Πανελλήνιους στεφανίτες αγώνες, καθώς και στους τοπικούς αγώνες περιοχών εκτός Θεσσαλίας, όπως τα Παναθήναια και τα Αμφιαράεια.

Για την καλύτερη ανάπτυξη του θέματος, αλλά και για την πληρέστερη κατανόηση της έκθεσης από το κοινό, η διαπραγμάτευση του θέματος της έκθεσης πραγματοποιείται σε επιμέρους ενότητες. Τα κριτήρια για τον ορισμό κάθε ΜΜ ξεχωριστής ενότητας είναι η θεματική συνοχή με βάση τους μύθους της περιοχής, συγκεκριμένα αθλητικά γεγονότα της αρχαιότητας και η χρονική συνάφεια Ψ και αλληλουχία των πληροφοριών. Η οργάνωση αυτή του υλικού επιτρέπει στον επισκέπτη να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον αθλητισμό στην αρχαία Θεσσαλία και να αναζητήσει στοιχεία συνέχειας και αλλαγών στο πέρασμα ! των αιώνων. Αναλυτικά οι Θεματικές ενότητες έχουν ως εξής:

  1. Οι αγώνες στο μύθο: Η Θεσσαλία υπήρξε η κοιτίδα της γένεσης πολλών μύθων, που αποτέλεσαν το βασικό κορμό της ελληνικής μυθολογίας. Εδώ οι θεοί του Ολύμπου πάλεψαν με τους Τιτάνες, οι Κένταυροι και οι Λαπίθες αναμέτρησαν τις δυνάμεις τους, ο Κένταυρος Χείρων δίδαξε τους ήρωες και τους ημίθεους, ενώ από τη μυθική Ιωλκό ξεκίνησαν οι Αργοναύτες την υπερπόντια εκστρατεία τους.
    Στη μυκηναϊκή εποχή οργανώνονται για πρώτη φορά επιτάφιοι αγώνες, για να αποδοθεί ύψιστη τιμή σε επιφανείς νεκρούς και προστίθενται στα ήδη υπάρχοντα αγωνίσματα, ο δρόμος και η αρματοδρομία. Οι παλαιότεροι γνωστοί επιτάφιοι αγώνες είναι αυτοί που οργανώθηκαν, κατά τη διάρκεια της Αργοναυτικής εκστρατείας, στη Λήμνο προς τιμήν του βασιλιά της Θόαντα (αγώνες δρόμου, πάλης και πεντάθλου) και στην Κύζικο, προς τιμήν του βασιλιά Κύζικου (αγώνες δρόμου, πάλης, παγκρατίου, αρματοδρομίας, πυγμαχίας, τοξοβολίας και μουσικής).
    Αργότερα, μετά την επιστροφή των Αργοναυτών στην Ιωλκό, οργανώθηκαν επιτάφιοι αγώνες προς τιμή του νεκρού βασιλιά της Ιωλκού Πελία, από το γιο του Άκαστο, τα γνωστά από τον Όμηρο «Άθλα επί Πελία». Στους αγώνες αυτούς (δρόμος, αρματοδρομία, πυγμαχία, ακοντισμός, τοξοβολία, δισκοβολία) που διεξήχθησαν με κριτή τον ίδιο τον Ηρακλή, διακρίθηκε ο Ιάσων αλλά και άλλοι φημισμένοι ήρωες από όλη την Ελλάδα, όπως οι Κάστορας, Πολυδεύκης, Μελέαγρος, Αμφιάραος, Πηλέας, Άδμητος, Αταλάντη.
    Ωστόσο, τα «Άθλα επί Πατρόκλω», τα οποία οργάνωσε ο Αχιλλέας, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων, για να αποδώσει τιμές στο νεκρό φίλο του Πάτροκλο, αποτελούν τους πλέον διάσημους επιτάφιους αγώνες. Μετά την καύση του νεκρού Πατρόκλου οργανώθηκαν επιτάφιοι αγώνες, όπου έλαβαν μέρος όλοι οι βασιλείς που συμμετείχαν στην Τρωική εκστρατεία, με επιβλητικά έπαθλα για νικητές και συμμετέχοντες.
  2. Ηρακλής, ο ιδρυτής των μυθικών αγώνων: Η ελληνική μυθολογία περιλαμβάνει ποικίλους μύθους για να ερμηνεύσει τη γένεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Ένας από τους μύθους αυτούς θεωρεί ως μυθικό ιδρυτή των αγώνων τον Ηρακλή, ο οποίος συμμετείχε στους πρώτες αγώνες νικώντας στην πάλη και στο παγκράτιο. Οι μύθοι για τον Ηρακλή τον συνδέουν συχνά με τη Θεσσαλία, όπου ο ήρωας ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, όπως δείχνουν και οι συχνές παραστάσεις των μύθων του στα θεσσαλικά αγγεία. Εκτός από τις σχέσεις του με το βασιλιά των Φερών Άδμητο και τη σύγκρουση με τον Κύκνο, γιο του θεού Άρη και τον Καινέα, βασιλιά των Λαπιθών, ο Ηρακλής πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ σύμφωνα με μια παράδοση ήταν ο κατασκευαστής της Αργούς. Κατά τη διάρκεια της Αργοναυτικής εκστρατείας, στους πρώτους επιτάφιους αγώνες που οργανώθηκαν προς τιμήν του Βασιλιά Κύζικου στην ομώνυμη πόλη της Θράκης ο Ηρακλής νίκησε στο παγκράτιο.
  3. Θεσσαλικά αγωνίσματα στα τοπικά ιερά κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή: Εκτός από τη συμμετοχή τους Πανελλήνιους αγώνες (Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα, Ίσθμια, Παναθήναια), οι Θεσσαλοί οργάνωναν αγώνες στα τοπικά θεσσαλικά ιερά προκειμένου να προβάλλει η άρχουσα τάξη την κοινωνική της υπεροχή στις τοπικές θεσσαλικές κοινωνίες.
    Ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. στη Θεσσαλία κυριαρχούν οι ακόλουθοι αγώνες που σχετίζονται με την εκτροφή αλόγων και την ιππική δεξιοτεχνία των Θεσσαλών:
    • Τα Πετραία, προς τιμήν του Ποσειδώνα Πετραίου,
    • Τα Πρωτεσιλάεια, προς τιμήν του βασιλιά της Φθίας, Πρωτεσίλαου, στα οποία συμμετείχαν και αθλητές από περιοχές εκτός Θεσσαλίας,
    • Τα Ιτώνια, προς τιμήν της Αθηνάς Ιτωνίας, το ιερό της οποίας βρίσκεται στη Φίλια της Καρδίτσας,
    • Τα Λεωνίδεια, -στις 4 του μηνός Διψίου- προς τιμήν του Λεωνίδη από την Αλικαρνασσό που ίδρυσε, με δικές του δαπάνες, Στοά στη Φάρσαλο για να γυμνάζονται οι νέοι, όπως μαρτυρεί η επιγραφή του τέλους του 4ου αι. π.Χ. που παρουσιάζεται στην έκθεση.Ο τομέας της φυσικής αγωγής αποτελούσε στην αρχαιότητα Βασική μέριμνα του κράτους, ωστόσο υπήρχαν και ιδιωτικές χορηγίες, όπως στην περίπτωση του Λεωνίδη. Κατασκευάζονταν ειδικοί δημόσιοι χώροι, τα Γυμνάσια, στα οποία γυμνάζονταν οι νέοι και οι αθλητές. Το Γυμνάσιο στις αρχές της ελληνιστικής εποχής αποκτά εκπαιδευτικό χαρακτήρα, ο οποίος επηρεάζει την αρχιτεκτονική του διαμόρφωση. Μία ή περισσότερες αίθουσες, τα «ακροατήρια», ήταν προορισμένες για τα μαθήματα που δίνονταν υπό τύπο διαλέξεων. Επίσης, ειδικοί παιδοτρίβες και εκπαιδευτές αναλάμβαναν τη φυσική και τη στρατιωτική άσκηση των εφήβων. Θεσσαλικό ιππικό και πολιτική οργάνωση της Θεσσαλίας: Η πολιτική οργάνωση και εξέλιξη της Θεσσαλίας σχετίστηκε ήδη από τον 7ο αι. π.Χ., με την τύχη των αριστοκρατικών οίκων της περιοχής. Η αριστοκρατική αυτή τάξη αποτελούταν από γαιοκτήμονες, με μεγάλα κοπάδια αλόγων και έλεγχε σημαντικό αριθμό «πενεστών», δηλαδή εργατών γης της θεσσαλικής πεδιάδας.Η δημιουργία του ισχυρού και πολυάριθμου θεσσαλικού ιππικού, ευνοήθηκε από τη γεωμορφολογία της Θεσσαλίας αλλά και από την κοινωνική και πολιτική της οργάνωση. Η επικράτηση του ιππικού ως κατεξοχήν αριστοκρατικού σώματος αποτέλεσε χαρακτηριστικό στοιχείο της περιοχής. Ο Αλεύας ο Πυρρός οργάνωσε το Κοινό των Θεσσαλών χωρίζοντας τη θεσσαλική γη στις λεγόμενες «τετράδες-μοίρες»: την Πελασγιώτιδα, την Εστιαιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα και τη Φθιώτιδα. Ακόμη οργάνωσε στρατιωτικά κάθε τετράδα κατά κλήρους, ο καθένας από τους οποίους όφειλε να προσφέρει 40 ιππείς και 80 οπλίτες στο Κοινό. Η συντήρηση ίππου αποτελούσε θέμα κοινωνικού γοήτρου. Οι ιππείς όφειλαν να προμηθεύονται τον οπλισμό τους με δικά τους έξοδα, να διαθέτουν ίππο και να τον συντηρούν. Η κοινωνική και οικονομική τους θέση τους έδινε τη δυνατότητα να συμμετέχουν στους τοπικούς και στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες. Τα αγωνίσματα που οργανώνονταν αποκλειστικά στη Θεσσαλία (ταυροθήρια, αγώνες επίδειξης δεξιοτεχνίας και κινήσεων ακρίβειας στην ιππική τέχνη, αποβατικοί αγώνες, αφιπποδρομάς) είναι αποτέλεσμα του τρόπου ζωής των Θεσσαλών, απηχούν τα ενδιαφέροντα τους και αρμόζουν στον κατεξοχήν αριστοκρατικό χαρακτήρα διακυβέρνησης της περιοχής τους. Οι Θεσσαλοί ευγενείς συμμετέχουν, κατά την κλασική εποχή, κυρίως στα Ολύμπια και στα Πύθια.
  4. Αγώνες στη Ρωμαϊκή εποχή: Άλλοι γνωστοί θεσσαλικοί αγώνες ήταν οι αγώνες στα Στενά, που τελούνταν στην περιοχή των Τεμπών σε ανάμνηση νίκης των Θεσσαλών και των Ρωμαίων επί των Μακεδόνων (171π.Χ.). Οι εορτές περιελάμβαναν:Ιππικούς αγώνες, όπως κέλης πωλικός, ταυροθήρια, αφιππολαμπάς, Γυμνικούς αγώνες, αθλητικές και στρατιωτικές παρελάσεις, Μουσικούς και ποιητικούς αγώνες (εγκώμια για τους νεκρούς σε έμμετρο και πεζό λόγο, «εγκώμιον τραγικόν» και «εγκώμιον λογικόν»), Η απελευθέρωση των Θεσσαλών από τη μακεδόνικη κυριαρχία, το 167π.Χ., σήμανε την καθιέρωση των πανθεσσαλικών εορτών, γνωστών με το όνομα Ελευθέρια που τελούνταν κάθε 4 χρόνια προς τιμήν του Ελευθερίου Δία στην πρωτεύουσα του Κοινού των Θεσσαλών, τη Λάρισα. Πληροφορίες για το πρόγραμμα των εορτών, τα αγωνίσματα και για τους αθλητές παρέχουν οι νικητήριες ενεπίγραφες στήλες, που παρουσιάζονται στην έκθεση. Οι εορτασμοί περιελάμβαναν, Ιππικούς αγώνες: α) Αρματοδρομίες *Συνωρίδα πωλική (άρμα με δύο νεαρά άλογα) *Συνωρίδα τελεία (άρμα με δύο ενήλικα άλογα) *Άρμα πωλικό (άρμα με τέσσερα νεαρά άλογα – τέθριππο) *Άρμα τέλειο (άρμα με τέσσερα ενήλικα άλογα – τέθριππο) β) Ιπποδρομίες *Κέλης πωλικός *Κέλης τέλειος γ) Σύνθετα ιππικά αγωνίσματα συντονισμού και ακρίβειας κινήσεων *Αφφιπολαμπάς (νυκτερινή λαμπαδηφορία με έφιππους νέους) *Αφιπποδρομάς (ο ιππέας πηδούσε από το άλογο και έτρεχε δίπλα σε αυτό κρατώντας τους χαλινούς. Στη συνέχεια ίππευε και πάλι το άλογο.  δ) Ταυροθήρια. (Οι έφιπποι νέοι καταδίωκαν τους ταύρους μέχρι τα ζώα να εξαντληθούν. Κατόπιν πηδούσαν από το άλογο, άρπαζαν τον ταύρο από τα κέρατα και πάλευαν με αυτόν μέχρι να τον καταβάλουν, έως ότου τα κέρατα να ακουμπήσουν στο έδαφος.)
  5. Οι αγώνες κατά το 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ.: Η Θεσσαλία, σύμφωνα με το Λατίνο συγγραφέα Απουλήιο, φημιζόταν για τους μονομάχους της. Η Λάρισα ιδιαίτερα ήταν γνωστή για τις αναμετρήσεις μονομάχων. Επιτύμβιες στήλες, όπως του Φοίβου από τη Λάρισα και ενός άγνωστου από τη Δημητριάδα, δίνουν λυρικές λεπτομέρειες για τη ζωή και το θάνατο τους. Ενδεικτικό στοιχείο αποτελούν οι κατασκευαστικές μετατροπές που έγιναν σε παλαιά θέατρα του θεσσαλικού χώρου, όπως αυτά των Φθιωτίδων Θηβών, της Δημητριάδος και της Λάρισας, προκειμένου να λειτουργήσουν ως αρένες, διαχωρίζοντας με κιγκλιδώματα το χώρο της ορχήστρας από το κοίλο, για να προστατευθούν οι θεατές από τα θηρία.Στις Φθιώτιδες Θήβες, το θέατρο κτίστηκε από ντόπιο ηφαιστειογενή λίθο στη Βορειοανατολική πλευρά της αρχαίας πόλης στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Υπολογίζεται ότι το κοίλο είχε χωρητικότητα 3.000 θεατών. Στη Ρωμαϊκή εποχή (1ος αι. μ.Χ. – 3ος αι. μ.Χ.) το θέατρο ανακατασκευάστηκε και μετατράπηκε σε αρένα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για μονομαχίες και θηριομαχίες.
  6. Οι βραβεύσεις αθλητών: Οι Θεσσαλοί ευγενείς ζητούσαν από ποιητές και γλύπτες να υμνήσουν με τα έργα τους τις νίκες αθλητών της άρχουσας τάξης. Έτσι αναπτύσσεται ένα νέο μουσικό είδος, η επινίκια ωδή. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., οι νικητές αφιερώνουν στα μεγάλα Ιερά αγάλματα ή τα αντικείμενα με τα οποία αγωνίστηκαν και νίκησαν, π.χ. το άγαλμα του Θεσσαλού Πολυδάμαντα από τη Σκοτούσσα στην Ολυμπία, έργο του Λυσίππου, από το οποίο σώζεται η βάση.Στους νικητές των αγώνων δίνονταν ως έπαθλα στεφάνια από κλάδο ελιάς, κόκκινες ταινίες που δένονταν στα χέρια ή στο κεφάλι, καθώς και αγγεία με λάδι (Παναθηναϊκοί αμφορείς). Σε παραστάσεις αγγείων εικονίζονται φτερωτές Νίκες που κρατούν στεφάνια, φιάλες, ληκύθους, και υδρίες για να τα προσφέρουν στους νικητές.
  7. Αθλητικά εξαρτήματα: Κατά τη διάρκεια των αγώνων οι αθλητές χρησιμοποιούσαν αλτήρες, δίσκους, ακόντια, τόξα κτλ. Κατά την τέλεση της οπλιτοδρομίας και της αρματοδρομίας, οι αθλητές έφεραν σχεδόν πλήρη πολεμική εξάρτηση. Πριν από την τέλεση των γυμνικών αγώνων, οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με λάδι, το οποίο έφερναν μαζί τους στο Γυμνάσιο μέσα σε μικρούς σφαιρικούς αρυβάλλους. Τους αρύβαλλους αυτούς τους γέμιζαν με λάδι από τα πιθάρια με τη βοήθεια της αρύταινας. Μετά τους αγώνες καθάριζαν το σώμα τους από τη σκόνη και το λάδι με τη στλεγγίδα. 
  8. Η διατροφή των αθλητών: Κατά την αρχαιότητα, στους χώρους άθλησης παράλληλα με τη φροντίδα για σωστή σωματική άσκηση, υπήρχε μέριμνα για τη σωστή διατροφή των αθλητών και εφαρμοζόταν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. ένα διαιτολόγιο ειδικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους. Το ειδικό διαιτολόγιο που πρότεινε για παράδειγμα ο Ιπποκράτης στους αθλητές ήταν προσαρμοσμένο στο άθλημα και στις ανάγκες κάθε ομάδας αθλητών και ανάλογο βέβαια με τα προϊόντα που παράγονταν σε κάθε εποχή του χρόνου. Πολλοί όμως γυμναστές της εποχής του Ιπποκράτη απέφευγαν ηθελημένα να συστήσουν ένα υγιεινό διαιτολόγιο στους αθλητές τους. Αντίθετα τους υπέβαλλαν πολλές φορές σε εξειδικευμένες δίαιτες με αποκλειστικό στόχο τη μέγιστη απόδοση τους στους αγώνες. Μια τέτοια δίαιτα ήταν και η «αναγκοφαγία», δηλαδή η αποκλειστική χρήση μεγάλων ποσοτήτων κρέατος, η οποία, αν και ενδυνάμωνε τους αθλητές, ωστόσο επέφερε βλάβες στο πεπτικό τους σύστημα. Αν θεωρήσουμε το φαινόμενο της «αναγκοφαγίας» εξαίρεση στην αθλητική διατροφική πρακτική, δύο είναι τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιστορία της διατροφής των αθλητών στην αρχαία Ελλάδα: α) η λιτή δίαιτα που εφαρμοζόταν από την Αρχαϊκή εποχή και αποτελούνταν από ξηρά σύκα, τυρί, άζυμα ψωμιά, κριθαρένια παξιμάδια και ψητά κρέατα και β) η πλούσια δίαιτα με ψωμιά πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας, παντός είδους ψάρια, καβούρια, χοιρινό κρέας, τροφές με παχιές σάλτσες, άφθονο κρασί και καρυκεύματα. Αυτή η δεύτερη δίαιτα συνδεόταν με τη διάδοση της Σικελικής μαγειρικής στην Ελλάδα από τον 5ο αι. π.Χ. και μετά με λάδι (Παναθηναϊκοί αμφορείς). Σε παραστάσεις αγγείων εικονίζονται φτερωτές Νίκες που κρατούν στεφάνια, φιάλες, ληκύθους, και υδρίες για να τα προσφέρουν στους νικητές.

Αφήστε μια απάντηση