Δημητριαδα

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Συντάκτης: Π. Τριανταφυλλοπούλου, αρχαιολόγος

[lollum_dropcap]Η[/lollum_dropcap] αρχαία πόλη της Δημητριάδας, κτισμένη σε στρατηγική θέση του Παγασητικού κόλπου, πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της, Δημήτριο Πολιορκητή. Ο Μακεδόνας βασιλιάς στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. συνοίκησε τις μικρές κώμες της περιοχής, για να δημιουργήσει ένα ισχυρό οικονομικό και πολιτικό κέντρο, χρησιμοποιώντας ως πυρήνα την κλασική πόλη των Παγασών. Η περιοχή της αρχαίας Δημητριάδας κάλυπτε σχεδόν όλη τη Μαγνησία και έχει να παρουσιάσει μακραίωνη ιστορία, η οποία ξεκινά από τη νεολιθική εποχή και φθάνει μέχρι και τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. 

Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή έχουν αποκαλυφθεί στη μαγούλα Πευκάκια, στη μικρή χερσόνησο απέναντι από τη Δημητριάδα, προς τα βορειοανατολικά. Πρόκειται για λείψανα ενός οικισμού, που κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη φάση «κλασικό Διμήνι» της νεολιθικής εποχής και στη φάση «Pαχμάνι», που χρονολογείται στη μετάβαση από την Εποχή του Λίθου στην Εποχή του Χαλκού. Η μεγάλη ακμή του, όμως, σημειώθηκε στην Εποχή του Χαλκού, όταν ανέπτυξε εμπορικές επαφές με το βορειοανατολικό Αιγαίο, τις Κυκλάδες και τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Ο μυκηναϊκός οικισμός στα Πευκάκια πιστεύεται ότι λειτουργούσε ως λιμάνι της Ιωλκού. Ο χώρος αυτός, που συνδέεται με τη ναυτική παράδοση της περιοχής και διατηρεί ακόμη και σήμερα τον αλιευτικό, ναυπηγοεπισκευαστικό και εμπορικό χαρακτήρα του, είναι δικαιολογημένο να υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με το μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας και την κατασκευή της Aργούς, αν δεχθούμε ότι οι μύθοι απηχούν κάποιο ιστορικό υπόβαθρο.

Η επόμενη πολιτιστική φάση στην περιοχή τοποθετείται στην κλασική εποχή. Στο βόρειο τομέα της Δημητριάδας έχουν αποκαλυφθεί πενιχρά, μέχρι στιγμής, αρχιτεκτονικά λείψανα οικιών, ένας μικρός κεραμευτικός κλίβανος και τάφοι. Η ελληνιστική πόλη ιδρύθηκε το 293 π.Χ. για να αποτελέσει τη μια από τις τρεις «κλείδες» ή «πέδες» της Ελλάδας μαζί με τη Xαλκίδα και την Kόρινθο. Ο Δημήτριος και οι άλλοι βασιλείς της δυναστείας των Αντιγονιδών τη χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις στη Θεσσαλία και στη νότια Ελλάδα. Με την υποστήριξη των Mακεδόνων βασιλέων η Δημητριάδα εξελίχθηκε σε μεγάλο διεθνές εμπορικό λιμάνι, όπου συνέρρεαν και είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πολλοί Έλληνες και ξένοι, από την Iλλυρία, την Ήπειρο και από διάφορες χώρες της Μεσογείου ως τη Mέση Aνατολή, όπως μαρτυρούν τα ονόματα που αναγράφονται σε επιτύμβιες στήλες που έχουν βρεθεί στο χώρο. Η μεγάλη ακμή της πόλης ως οικονομικό, εμπορικό και πολιτικό κέντρο σημειώθηκε από το 217 π.Χ. έως το 168 π.Χ., όταν μετά τη μάχη της Πύδνας το μακεδονικό βασίλειο καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους.
Από τον 1ο αι. π.X. η Δημητριάδα έχασε την πολιτική της δύναμη και άρχισε να συρρικνώνεται εδαφικά. Εγκαταλείφθηκε το μεγαλύτερο μέρος της και ο οικισμός περιορίσθηκε στο βόρειο τμήμα της, προς τη θάλασσα, και ακόμη λιγότερο στο νότιο τμήμα της αρχαίας πόλης. Kατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους έχασε μεγάλο μέρος της σημασίας της, εξακολούθησε όμως να παραμένει η πρωτεύουσα του Kοινού των Mαγνήτων, που ήταν περιορισμένο στα όρια της Mαγνησίας. Τo Kοινό των Mαγνήτων επιβίωσε, όπως μαρτυρούν επιγραφές και νομίσματα, έως τα τέλη του 3ου αι. μ.X. Στα τέλη του 3ου – αρχές 4ου αι. μ.X., ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός κατέλυσε τα Kοινά των Θεσσαλών και Mαγνήτων και ανέδειξε τη Θεσσαλία σε ξεχωριστή επαρχία με πρωτεύουσα τη Λάρισα. H ρωμαϊκή περίοδος της θεσσαλικής ιστορίας έκλεισε οριστικά με την ίδρυση της Eπισκοπής της Δημητριάδος επί Mεγάλου Kωνσταντίνου. Η πόλη ξαναγνώρισε σχετική ακμή κατά τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ., αλλά εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 6ο αι. μ.Χ. Στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας τη Δημητριάδα διαδέχθηκε ο Βόλος, που βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο βορειότερα και εξελίχθηκε σε σημερινή πρωτεύουσα του Νομού Μαγνησίας.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν στην περιοχή της Δημητριάδας στο τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχουν φέρει στο φως σημαντικά μνημεία και πολλά στοιχεία για τη ζωή και την οργάνωση της αρχαίας πόλης. Ο Απ. Αρβανιτόπουλος ανέσκαψε σε μεγάλη έκταση το τείχος και τους πύργους του, όπου είχαν εντοιχισθεί οι περίφημες γραπτές επιτύμβιες στήλες, καθώς και νεκροταφεία, ιερά και μέρος του ανακτόρου και του θεάτρου. Οι ανασκαφές συνεχίσθηκαν την περίοδο 1956-1961 από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη στο θέατρο και στο ανάκτορο, και από Γερμανούς αρχαιολόγους με επικεφαλής τον Vl. Milojcic την περίοδο 1967-1981. Από το 1981 μέχρι σήμερα διενεργούνται συστηματικές και σωστικές ανασκαφές από τη ΙΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και παράλληλα πραγματοποιούνται στερεώσεις, συντηρήσεις και αναστηλώσεις μνημείων της αρχαίας πόλης.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Συντάκτης: Π. Τριανταφυλλοπούλου, αρχαιολόγος

[lollum_dropcap]Ο[/lollum_dropcap] αρχαιολογικός χώρος της Δημητριάδας καταλαμβάνει συνολική έκταση πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων και περιλαμβάνει τον προϊστορικό οικισμό στα Πευκάκια, την πόλη των ελληνιστικών, ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων, με τα δημόσια κτίσματα, το ανάκτορο και τις ιδιωτικές κατοικίες, τα ιερά και τις νεκροπόλεις. Στην περιφέρεια της πόλης διατηρείται το εντυπωσιακό ισχυρό τείχος που την περιέβαλλε, σε μήκος 11 χιλιομέτρων, ενισχυμένο με πύργους. Στο βορειοδυτικό, ψηλότερο σημείο του περιβόλου κυριαρχεί η ακρόπολη με τη δική της οχύρωση. Νοτιότερα, στην περιοχή της εθνικής οδού Αθηνών-Βόλου, στο δυτικό άκρο της πόλης, σώζονται τα πρώτα κτήρια των ελληνιστικών χρόνων: το Ηρώο, που ίσως ήταν ναός ή μαυσωλείο, το θέατρο, που εξακολούθησε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. και μία οικία που διέθετε εσωτερική αυλή, οικιακό ιερό και χώρο που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήριο για την επισκευή αγγείων με μολύβδινους συνδέσμους και για την κατασκευή μολύβδινων αγνύθων. Στον ίδιο χώρο, εγκάρσια προς την εθνική οδό, μπορεί κανείς να δει τη σειρά των πεσσών του τεράστιου υδραγωγείου, που οικοδομήθηκε τον 4ο αι. μ.Χ. για την ύδρευση της πόλης.

Μέσα στην πόλη, επάνω στο ύψωμα σώζεται το ελληνιστικό ανακτορικό συγκρότημα, που αναπτυσσόταν σε δύο ορόφους και σε πολλά επίπεδα. Λειτούργησε μέχρι το 2ο αι. π.Χ. και στη ρωμαϊκή εποχή ένα τμήμα του χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Λίγο πιο νότια βρίσκεται η αγορά, το οικονομικό και διοικητικό κέντρο της πόλης, με το ναό της Ιωλκίας Αρτέμιδος. Ανάμεσα στο λόφο του ανακτόρου και το νοτιοανατολικό τείχος της πόλης εκτείνεται μια σχετικά επίπεδη περιοχή, που σήμερα καλύπτεται από αμυγδαλεώνες και ελαιώνες. Στο βορειοανατολικό τομέα της πόλης, δίπλα σε ένα πευκώνα, έχει ανασκαφεί ένα ελληνιστικό κτήριο με περιστύλιο, που ταυτίζεται μάλλον με το Μητρώο, το χώρο όπου λατρευόταν η Μητέρα των θεών Κυβέλη και άλλες τοπικές θεότητες στην περίοδο της μεγάλης ακμής της Δημητριάδας. Στο μικρό όρμο που σχηματίζεται στο βόρειο άκρο της πόλης ήταν το βασιλικό λιμάνι. Στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε το κέντρο της ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής πόλης, και έχουν αποκαλυφθεί αρκετά κτίσματα αυτής της περιόδου. Ορισμένα από τα ρωμαϊκά οικοδομήματα σώζουν ψηφιδωτά δάπεδα, λουτρικές εγκαταστάσεις, αποθηκευτικούς χώρους και κλιμακοστάσια. Ένα από αυτά, ακριβώς δίπλα στην ακτή, είχε μεγάλους χώρους, πιθανότατα δημόσιας χρήσης, μέσα στους οποίους αποκαλύφθηκαν αμφορείς και νομίσματα. Στην ίδια περιοχή σώζονται τα ερείπια της βασιλικής της Δαμοκρατίας, του σημαντικότερου παλαιοχριστιανικού μνημείου που έχει αποκαλυφθεί στη Δημητριάδα. Στη μικρή χερσόνησο, στη θέση Πευκάκια, αναπτύχθηκε ο προϊστορικός οικισμός. Στον ίδιο χώρο σήμερα βρίσκεται ένας παραδοσιακός ταρσανάς και το μουσείο του λαϊκού ζωγράφου Νικ. Χριστόπουλου, ναυπηγού που έζησε στα Πευκάκια ζωγραφίζοντας θέματα εμπνευσμένα από τη ζωή της θάλασσας.


Στο χώρο της πόλης έχουν αποκαλυφθεί αποσπασματικά οικίες της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Τα ελληνιστικά σπίτια ήταν οργανωμένα γύρω από υπαίθριες αυλές, περίστυλες ή όχι, και διέθεταν χώρους εργασίας και ιερά, ενώ ανάμεσά τους σχηματιζόταν το οδικό δίκτυο, με δρόμους πλάτους 3,5-4 μ. και αποχετευτικό σύστημα. Η ρωμαϊκή πόλη διατήρησε το ίδιο οδικό δίκτυο και περιλάμβανε πολυτελή ιδιωτικά κτήρια ή απλές οικίες. Βόρεια, νότια και νοτιοανατολικά της κατοικημένης περιοχής, έξω από τα τείχη, έχουν αποκαλυφθεί οι αντίστοιχες νεκροπόλεις, ενώ η δυτική νεκρόπολη βρίσκεται μέσα στην περιοχή των τειχών, βόρεια του θεάτρου.

 

ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑΣ

Συντάκτης: Α. Ευσταθίου, αρχαιολόγος

[lollum_dropcap]Τ[/lollum_dropcap]ο ανακτορικό συγκρότημα της Δημητριάδας ήταν το κέντρο της πολιτικής και διοικητικής δράσης των Μακεδόνων βασιλέων. Δεσπόζει επάνω σε ύψωμα στο ανατολικό τμήμα της πόλης, βόρεια της αγοράς. Χρονολογείται στο α΄ τέταρτο του 2ου αι. π.Χ., στην εποχή του Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππου Ε΄, αλλά οικοδομήθηκε επάνω σε προγενέστερο συγκρότημα, του 3ου αι. π.Χ., ερείπια του οποίου εντοπίσθηκαν κυρίως στη βορειοανατολική περιοχή. Το ανάκτορο φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε μετά τη μάχη της Πύδνας, το 168 π.X., και το τέλος της μακεδονικής δυναστείας. Εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται, αλλά δεν φιλοξενούσε δημόσιες δραστηριότητες. Τουλάχιστον στο τμήμα γύρω από τη βόρεια περίστυλη αυλή εγκαταστάθηκαν εργαστήρια κατασκευής αγγείων και χάλκινων αγαλμάτων. Μετά το 120 π.X. όλος ο χώρος του ανακτόρου εγκαταλείφθηκε οριστικά, ενώ κατά τα ρωμαϊκά χρόνια ο χώρος γύρω από την περίστυλη αυλή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο.


Το οικοδομικό συγκρότημα είναι κτισμένο επάνω στην ανώμαλη επιφάνεια του βράχου και αναπτύσσεται σε άνδηρα. Το ψηλότερο, ανατολικό τμήμα του καταλαμβάνει ένα κτήριο με πύργους στις τέσσερις γωνίες, το λεγόμενο τετραπύργιο. Ο στυλοβάτης του είναι θεμελιωμένος κατά το μεγαλύτερο μέρος επάνω στο φυσικό βράχο του λόφου, ο οποίος ισοπεδώθηκε για την ανέγερσή του. Το κτήριο πρέπει να ήταν διώροφο τουλάχιστον στην ανατολική και νότια πλευρά. Οι τετράγωνοι γωνιακοί πύργοι είναι ισχυρές κατασκευές με διαστάσεις περίπου 12,60-12,80 μ., ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι του τετραπυργίου είναι κτισμένοι σύμφωνα με το ψευδοϊσόδομο σύστημα, από γκρίζο μάρμαρο, όπως όλα τα τείχη και τα πιο σημαντικά κτίσματα στο εσωτερικό της πόλης. Το κτήριο περιλαμβάνει μία κεντρική περίστυλη αυλή, γύρω από την οποία ανοίγονται σειρές αιθουσών σχεδιασμένων για τη διάταξη κλινών, με διαμερίσματα για ξένους και κλίμακες που οδηγούν στον όροφο. Οι κιονοστοιχίες της αυλής αποτελούνται η καθεμιά από οκτώ δωρικούς κίονες. Οι κίονες και οι στυλοβάτες είναι κατασκευασμένοι από ερυθρωπό μαργαϊκό ασβεστόλιθο, πέτρωμα κακής ποιότητας που απολεπίζεται πολύ εύκολα, γι’ αυτό μετά την τοποθέτησή τους στο κτήριο προστατεύθηκαν με λευκό μαρμαροκονίαμα. Το δάπεδο της αυλής βρισκόταν περίπου στο ίδιο επίπεδο με το περιστύλιο. Στη βορειοδυτική γωνία της σώζεται συλλεκτήρια λεκάνη, που ήταν σκαμμένη στο φυσικό βράχο και από το βόρειο άκρο της ξεκινούσε ένας μεγάλος αποχετευτικός αγωγός. Σε συνέχεια του νοτιοδυτικού πύργου προς τα νότια, με κατεύθυνση προς την αγορά υπάρχει ισχυρός τοίχος με αντηρίδες, κατασκευασμένος με ψευδοϊσόδομο σύστημα και στις δύο όψεις. Ο τοίχος αυτός αποτελεί το ανατολικό όριο της οδού που συνδέει το ανάκτορο με την αγορά. Στο κτίσμα βρέθηκαν πολλές ενσφράγιστες κεραμίδες στέγης με τα γράμματα BA (αρχικά του Βασιλέως Αντιγόνου) σε έγκοιλο τετράγωνο, μία με τα γράμματα ΔH (Δημόσιο) και πήλινα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά μέλη όπως σιμές, ηγεμόνες καλυπτήρες και λεοντοκεφαλές – υδρορρόες. Στα δυτικά του συγκροτήματος της περίστυλης αυλής, σε χαμηλότερα άνδηρα εκτείνονται οι υπόλοιποι χώροι του ανακτορικού συγκροτήματος, που φαίνεται ότι είχαν διαμορφωθεί παλαιότερα, αλλά εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται. Οι τοίχοι εδώ ήταν κτισμένοι με ισόδομο σύστημα και σώζονται σε ύψος ενός ορόφου. Στην ανώτερη σωζόμενη σειρά υπάρχουν λιθόπλινθοι με τις υποδοχές για την τοποθέτηση των ξύλινων δοκών που στήριζαν το δάπεδο του ορόφου.


Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο του ανακτόρου έγιναν το 1906, από τον Απ. Αρβανιτόπουλο, αλλά η ταύτιση του κτηρίου έγινε από το Ν. Παπαχατζή το 1958. Ακολούθησαν νέες έρευνες από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη, το 1961, και από Γερμανούς αρχαιολόγους, ενώ από το 1985 την ανασκαφή ανέλαβε η ΙΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Για την καλύτερη διαμόρφωση του χώρου έχουν γίνει μελέτες με προτάσεις για ήπιες αισθητικές και λειτουργικές παρεμβάσεις, όπως θύρες εισόδου, περιφράξεις, φυτεύσεις, πεζόδρομους, καθιστικά και πινακίδες ενημέρωσης των επισκεπτών.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

[lollum_dropcap]Α[/lollum_dropcap]λλαγές στις πολιτικές συνθήκες, στον τρόπο ζωής, αλλά και στην θρησκεία επήλθαν με την εμφάνιση νέων μεγάλων πολιτικών δυνάμεων στα ελληνιστικά χρόνια αλλά και αργότερα στα ρωμαϊκά.

Ο Δημήτριος Πολιορκητής αλλά και όλοι όσοι τον διαδέχτηκαν, σεβάστηκαν τις λατρείες της Δημητριάδος και ίδρυσαν στη νέα πόλη ιερά για τις όλες τις θεότητες που λατρεύονταν. Η Δημητριάδα είχε ένα τοπικό ιερατείο όπου εκεί λατρεύονταν ο Κοροπαίος Απόλλωνας, η Άρτεμης της Ιωλκίας και ο Δίας Ακραίου. Από την εποχή ακόμη της προκατόχου πόλης, των Παγασών, υπήρχαν ιερά για τον θεό Ηρακλή και την Ήρα. Οι λατρείες της Αθηνάς, του Ερμή Ενόδιου (προστάτη των οδοιπόρων) και της Αφροδίτης συνεχίστηκαν ως το τέλος της αρχαιότητας, όπως αποδεικνύουν τα χάλκινα ειδώλια και το χάλκινο θυμιατήρι που βρέθηκαν μαζί σε οικιακό ιερό ρωμαϊκής οικίας. Μαρμάρινη αναθηματική στήλη με ανάγλυφο αυτί επιβεβαιώνει το ίδιο για τη λατρεία της Μητέρας των Θεών.

ΡΩΜΑΙΚΟ ΚΤΗΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΣΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑ

Ένα αντιπροσωπευτικό ρωμαϊκό κτιριακό συγκρότημα (720 τ.μ.) για την οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης στον 3ο αι. μ.Χ., έχει διασωθεί στο βόρειο λιμάνι της Δημητριάδος. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο μέρη. Το ένα είναι οικία με ψηφιδωτά δάπεδα και το άλλο κάποιου είδους ταβέρνα. Το συγκρότημα άνηκε σε κάποιον πλούσιο έμπορο, ο οποίος και είχε την κατοικία του αλλά και το κατάστημα του δίπλα δίπλα ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί τους Ρωμαίους που ζούσαν και εμπορεύονταν στην περιοχή. Τα ευρήματα είναι πολλά και μας επέτρεψαν να σκιαγραφήσουμε τον απαραίτητο εξοπλισμό ενός οινομαγειρείου του 3ου αι. μ.Χ., όπως κεραμικά σκεύη για την αποθήκευση, το μαγείρεμα και το σερβίρισμα των τροφών και του κρασιού,  χύτρες για το βράσιμο ξηρών και φρέσκων αρωματικών φυτών, λεκανίδες, ταψιά, μεγάλο λίθινο γουδί και λίθινο δοίδυκα (γουδοχέρι) για το τρίψιμο των μπαχαρικών, πινάκια κάθε μεγέθους κ.ά. Όλα αυτά μας επιβεβαιώνουν ότι στο μαγειρείο μαζί με το κρασί προσφέρονταν και εδέσματα. Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά στα μαγειρεία και τις αποθήκες, προφανώς από τη φωτιά που έκαιγε στις εστίες και του εύφλεκτου περιεχομένου των αμφορέων.

Λοφος Γοριτσας

Ιστορικό

Συντάκτης: Ζωή Μαλακασιώτη, Αρχαιολόγος

 

[lollum_dropcap]Ο[/lollum_dropcap] λόφος της Γορίτσας βρίσκεται στο βάθος του μυχού του Παγασητικού κόλπου, ανατολικά του Βόλου, και έχει πλήρη έλεγχο της θάλασσας που απλώνεται μπροστά του. Αφορμή αυτού του σημαντικού γεωγραφικού χαρακτηριστικού, ήταν να κτιστεί πάνω στο λόφο αυτόν μια ισχυρή πόλη, πιθανόν από τον Φίλιππο τον Β΄, όταν οχύρωνε στρατηγικές θέσεις στη Μαγνησία. Το όνομα της πόλης μένει ακόμη και σήμερα άγνωστο, αν και κατά καιρούς διάφοροι μελετητές προσπάθησαν να την ταυτίσουν με την Ιωλκό, τη Νήλεια, το Ορμίνιο, τη Δημητριάδα. 

Τα τείχη της πόλης κτίστηκαν πιθανότατα από τον Κάσσανδρο στα χρόνια ανάμεσα στο 316 και 298 π.Χ. Ο παλμός της ζωής στην πόλη αυτή σταμάτησε σύντομα και οι κάτοικοί της συνοικίστηκαν περί το 294 π.Χ. στην πόλη της αρχαίας Δημητριάδας, σε ένα λόφο στην απέναντι ακτή του Παγασητικού κόλπου. Έτσι η πόλη της Γορίτσας εγκαταλείφτηκε σιγά – σιγά ως το 250 π.Χ. και έκτοτε δεν ξανακατοικήθηκε. Ο λόφος της Γορίτσας είναι σήμερα προσφιλής στους κατοίκους του Βόλου για τους χώρους περιπάτου, αναψυχής και προσκύνησης της εκκλησίας της Ζωοδόχου πηγής.

Στα νοτιοανατολικά του λόφου, το 19ο αι. ανοίχτηκαν λατομεία, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες οικοδόμησης της σύγχρονης πόλης του Βόλου. Τα λατομεία αυτά μαζί με τα λατομεία της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ Ηρακλής, που εκτείνονται έξω ακριβώς από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο της Γορίτσας, πληγώνουν το περιβάλλον και καταβάλλεται προσπάθεια αποκατάστασής και προστασίας του περιβάλλοντος χώρου.

 

Περιγραφή

Συντάκτης: Ζωή Μαλακασιώτη, Αρχαιολόγος

 

[lollum_dropcap]Ο[/lollum_dropcap] αρχαιολογικός χώρος στο λόφο Γορίτσας παρουσιάζει ένα καλά διατηρημένο μικρό πόλισμα της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη νοτιοανατολική κλιτή του λόφου και καταλαμβάνει έκταση 400 στρεμμάτων. Σχεδιασμένη σε ένα συμπαγή ιστό, ήταν οργανωμένη σε 4 τύπους οικοδομικών τετραγώνων με σύστημα κάθετων και οριζοντίων δρόμων που απείχαν μεταξύ τους περίπου 32 μ. και 45 μ.

Στην πόλη υπολογίζεται ότι θα υπήρχαν 400 – 500 σπίτια και σε αυτά κατοικούσαν 3000 – 3500 άνθρωποι. Τα σπίτια ήταν ευρύχωρα και στεγάζονταν με κεραμίδια. Ανάμεσά τους ανοίγονταν πλατείες για τις δημόσιες εκδηλώσεις της πόλης και των κατοίκων της. Στην πόλη υπήρχε κεντρικό σύστημα υδροδότησης και αποχέτευσης. Δεξαμενές φυαλόσχημες, επιχρισμένες με ειδικό κονίαμα, είναι ορατές στο χώρο της ακρόπολης, ενώ έχουν εντοπιστεί αυλάκια λαξευμένα στο βράχο του λόφου που διέρχονται από τα οικοδομικά τετράγωνα, συλλέγοντας νερά και απόβλητα.

Η οχύρωση της πόλης ήταν ιδιαίτερα προσεγμένη και κατασκευάστηκε σε μία φάση με ενιαίο σχέδιο. Τα τείχη της έχουν συνολικό μήκος 2800 μ. και είναι κατασκευασμένα κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Ο αμυντικός ρόλος τους ενισχυόταν από 33 πύργους. Ιδιαίτερης οχυρωματικής σπουδαιότητας ήταν η κατασκευή του «Προμαχώνα 14″, ενός αμυντικού πύργου πολύ ισχυρού και ογκώδους, στο πιο ευάλωτο σημείο της οχύρωσης της πόλης, στο βόρειο άκρο της, όπου ο λόφος της Γορίτσας ενώνεται με τις παρυφές του Πηλίου. Ο Προμαχώνας 14 είναι ορατός και εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Σήμερα υπόκειται σε μηχανικό καθαρισμό από την κρούστα ρύπανσης που εκλύει η τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ και έχει καλύψει τους δόμους του. Τρεις κύριες πύλες εξυπηρετούσαν την είσοδο και την έξοδο των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης. Σήμερα είναι επισκέψιμες η δυτική και η βόρεια πύλη. Έξω από τα τείχη της πόλης, στα ανατολικά και δυτικά, κατά το παρελθόν είχαν εντοπιστεί τμήματα των νεκροταφείων της, ενώ προς τα νοτιοανατολικά, στις παρυφές του λόφου εντοπίστηκε σπήλαιο λατρείας του Δία Μειλιχίου. Για την κατασκευή των δόμων του οχυρωματικού έργου της πόλης, οι αρχαίοι κτίστες είχαν 30 σημεία εξόρυξης του ασβεστολιθικού οικοδομικού υλικού, τα οποία είναι ακόμα ορατά δίπλα στην πορεία των τειχών.


Β. Σποραδες – Κυρα Παναγια

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΚΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΑ

Συντάκτης: Ευαγγελία Σκαφιδά (Αρχαιολόγος στο Μουσείο Βόλου)

[lollum_dropcap]Η[/lollum_dropcap] Eφορεία αρχαιοτήτων Bόλου από τη δεκαετία του ’60 ανέπτυξε ενεργή δραστηριότητα στην περιοχή βάζοντας τα θεμέλια της αρχαιολογικής έρευνας, της προστασίας και της ανάδειξης των αρχαιολογικών της χώρων, έργο δύσκολο και χρονοβόρο, αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες, την αδιαφορία των πολιτών και την έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής του κράτους.Πρωτεργάτης της στρατηγικής της αρχαιολογικής υπηρεσίας υπήρξε ο αείμνηστος κ. Δ. Θεοχάρης που με τις πρωτοποριακές του έρευνες τεκμηρίωσε τη παρουσία του ανθρώπου για πρώτη φορά στο Αιγαίο κατά την Παλαιολιθική και Νεολιθική περίοδο στην περιοχή (Θεοχάρης 1970, σσ. 271- 279, 1971, σσ. 293- 300). Πριν από 15.000 χρόνια η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλότερη, τα νησιά των Βορείων Σποράδων ήταν ενωμένα με τη Mαγνησία και μεταξύ Αλοννήσου και Περιστέρας υπήρχε πεδιάδα, όπου θα ζούσαν νομάδες κυνηγοί. O Δ. Θεοχάρης, αιγαιοπελαγίτης στην καταγωγή, διαμόρφωσε το ελληνικό πρόσωπο της έρευνας με βασικές αρχές: 1) την ιδέα της αδιάσπαστης πολιτισμικής συνέχειας, 2) τη σημασία της ανταλλαγής των αγαθών και της κυκλοφορίας των ιδεών στην προοδευτική αλλαγή που σημειώνεται στην εξέλιξη των φάσεων του προϊστορικού πολιτισμού και 3) το ρόλο του γηγενούς στοιχείου ως δυναμικού αποδέκτη των νέων ιδεών. Eνδιαφέρθηκε για τον εντοπισμό προνεολιθικών εγκαταστάσεων στην Aλόννησο, Kυρά-Παναγιά και στίς άλλες νησίδες του αρχιπελάγους. Θέλησε να πιστοποιήσει και εδώ την τολμηρή υπόθεση της συνέχειας μεταξύ του παλαιολιθικού και του πρώιμου νεολιθικού σταδίου στο Αιγαίο και το πέτυχε. Oι έρευνές του στη νησίδα του Aγ. Πέτρου στην Κυρά Παναγιά, στο M. Kοκκινόκαστρο, στα Γλυφά, είναι μέχρι σήμερα πρωτοποριακές.

Στη Κυρά Παναγιά, εκτός από το σημαντικότατο νεολιθικό οικισμό στον Aγ. Πέτρο (Θεοχάρης 1970 και 1971, Ευστρατίου 1985 και 2001, Μουνδρέα 1992) που είναι γνωστός στη διεθνή βιβλιογραφία ως «Πολιτισμός του Αγ. Πέτρου» για την ιδιαίτερη κεραμική, ειδωλοπλαστική και λιθοτεχνία που άφησαν πίσω τους τα μέλη της νεολιθικής κοινότητας, έχει εντοπισθεί ένα οχυρωμένο πόλισμα (πρόκειται για την αρχαία Αλόννησο) στο φυσικό λιμάνι του νησιού, στον όρμο Πλανήτη, που στην ανατολική του πλευρά υπάρχει οχυρωματικός πολυγωνικός περίβολος κλασικών χρόνων, ενώ στον όρμο του Aγ. Πέτρου, στη θέση “Tζανέτη” υπάρχει οχυρωμένη εγκατάσταση της ίδιας εποχής (Σκαφιδά 1995, 1998, 2001). Στην ύπαιθρο του νησιού υπάρχουν αρκετές αγροτικές εγκαταστάσεις που χρονολογούνται από τα κλασικά έως και τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, ενώ υποβρύχιες θαλάσσιες έρευνες στην περιοχή αποκάλυψαν σημαντικά αρχαία ναυάγια κλασικών και βυζαντινών χρόνων που εμπλούτισαν τις γνώσεις μας για την αρχαία ναυπηγική τεχνολογία και ναυσιπλοΐα, καθώς και για την οργάνωση των θαλάσσιων εμπορικών δικτύων και τη μεταβολή τους στο χρόνο (Κριτζάς 1971, Χανιώτης και Καζιάνης 2001).

north_sporades_kira_panagia1